σμιλίον: Difference between revisions

From LSJ

τὸ ὅλον τόδε ποσαπλάσιον τοῦδε γίγνεται → how many times greater is this whole sum than that one

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[σμηλίον]], τὸ, Α [[σμίλη]]<br />(υποκορ. του [[σμίλη]])<br /><b>1.</b> [[είδος]] κολλυρίου<br /><b>2.</b> [[κοπίδι]] υποδηματοποιοῡ, [[φαλτσέτα]]<br /><b>3.</b> [[κοντυλομάχαιρο]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «ἰατρικὸν [[σμιλίον]]» <br />α) [[χειρουργική]] [[γλυφίδα]]<br />β) [[είδος]] δραστικοῡ φαρμάκου.
|mltxt=και [[σμηλίον]], τὸ, Α [[σμίλη]]<br />(υποκορ. του [[σμίλη]])<br /><b>1.</b> [[είδος]] κολλυρίου<br /><b>2.</b> [[κοπίδι]] υποδηματοποιοῦ, [[φαλτσέτα]]<br /><b>3.</b> [[κοντυλομάχαιρο]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «ἰατρικὸν [[σμιλίον]]» <br />α) [[χειρουργική]] [[γλυφίδα]]<br />β) [[είδος]] δραστικοῦ φαρμάκου.
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 20:25, 13 June 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σμῑλίον Medium diacritics: σμιλίον Low diacritics: σμιλίον Capitals: ΣΜΙΛΙΟΝ
Transliteration A: smilíon Transliteration B: smilion Transliteration C: smilion Beta Code: smili/on

English (LSJ)

τό, Dim. of σμίλη, ἰατρικὸν σ. A scalpel, Plu. 2.60a, cf. S.E. M.9.207, Dsc.Eup.1.44; of a drug producing the same effect, Paul. Aeg.3.23.13, 7.17.12; of an eye-salve, written zmilion, Cels.6.6.18. 2 shoemaker's knife, Luc.Gall.26; penknife, written σμηλίον, POxy.326 (i A.D.).

German (Pape)

[Seite 911] τό, dim. vom Vorigen, scalpellum; Luc. Gall. 26; S. Emp. adv. phys. 1, 207.

Greek (Liddell-Scott)

σμῑλίον: τό, ὑποκρ. τοῦ σμίλη, Λατ. scalpellum, Πλούτ. 2. 60Α, Λουκ. Ὄνειρ. ἢ Ἀλεκτρ. 26.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
petit bistouri, petit scalpel.
Étymologie: σμίλη.

Greek Monolingual

και σμηλίον, τὸ, Α σμίλη
(υποκορ. του σμίλη)
1. είδος κολλυρίου
2. κοπίδι υποδηματοποιοῦ, φαλτσέτα
3. κοντυλομάχαιρο
4. φρ. «ἰατρικὸν σμιλίον»
α) χειρουργική γλυφίδα
β) είδος δραστικοῦ φαρμάκου.

Greek Monotonic

σμῑλίον: τό, υποκορ. του σμίλη, Λατ. scalpellum, σκαρπέλο, κοπίδι, νυστέρι, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

σμῑλίον: τό небольшой нож (σ. ἰατρικόν Plut.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σμιλίον -ου, τό, demin. van σμίλη, schoenmakersmesje.

Middle Liddell

σμῑλίον, ου, τό,
Dim. of σμίλη, Lat. scalpellum, Luc.