συγκρέκω: Difference between revisions

From LSJ

δέξηται, δέχονται, ύπεδέξατο, προσδέχεται → should receive, receive, received, receives

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''συγκρέκω''': ᾄδω [[ὁμοῦ]], Αἰλ. π. τὰ Ζ. 11. 1, [[μετὰ]] διαφ. γραφ. [[συγκράζω]].
|lstext='''συγκρέκω''': ᾄδω [[ὁμοῦ]], Αἰλ. π. τὰ Ζ. 11. 1, μετὰ διαφ. γραφ. [[συγκράζω]].
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Revision as of 12:15, 20 April 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγκρέκω Medium diacritics: συγκρέκω Low diacritics: συγκρέκω Capitals: ΣΥΓΚΡΕΚΩ
Transliteration A: synkrékō Transliteration B: synkrekō Transliteration C: sygkreko Beta Code: sugkre/kw

English (LSJ)

A accompany by playing on the κιθάρα, τῷ χορῷ μέλος Ael.NA11.1.

German (Pape)

[Seite 969] zusammenweben, Ael. H. A. 11, 1.

Greek (Liddell-Scott)

συγκρέκω: ᾄδω ὁμοῦ, Αἰλ. π. τὰ Ζ. 11. 1, μετὰ διαφ. γραφ. συγκράζω.

French (Bailly abrégé)

faire résonner avec, τινι.
Étymologie: σύν, κρέκω.

Greek Monolingual

Α
συνοδεύω τραγούδι παίζοντας πλαγίαυλο ή κιθάρα, συγκράζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + κρέκω «παίζω μουσικό όργανο»].

Greek Monolingual

Α
συνοδεύω τραγούδι παίζοντας πλαγίαυλο ή κιθάρα, συγκράζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + κρέκω «παίζω μουσικό όργανο»].