συγκρότημα: Difference between revisions
Οὐκ ἔστιν εὑρεῖν βίον ἄλυπον οὐδενός → Vacuam invenire non datur vitam malis → Kein Leben lässt sich finden frei von jedem Leid
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "({{grml\n.*\n}})\n\1" to "$1") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συγκρότημα''': [[σῶμα]] συμπαγές, κατηρτισμένον, [[καλῶς]] συγκεκροτημένον, [[συνάθροισμα]], Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Πλ. 325, Γρηγόρ. Νύσσ., κλπ.· ἐπὶ ἑνὸς μόνον ἀνδρός, Σχόλ. εἰς Εὐρ. Ρῆσ. 499· ― [[ἐκστρατεία]], Κύριλλ. ΙΙ. μεταφορ., [[ὡσαύτως]], [[ἐπινόημα]], [[πανουργία]], Σχόλ., Δημ. | |lstext='''συγκρότημα''': [[σῶμα]] συμπαγές, κατηρτισμένον, [[καλῶς]] συγκεκροτημένον, [[συνάθροισμα]], Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Πλ. 325, Γρηγόρ. Νύσσ., κλπ.· ἐπὶ ἑνὸς μόνον ἀνδρός, Σχόλ. εἰς Εὐρ. Ρῆσ. 499· ― [[ἐκστρατεία]], Κύριλλ. ΙΙ. μεταφορ., [[ὡσαύτως]], [[ἐπινόημα]], [[πανουργία]], Σχόλ., Δημ. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το, ΝΜΑ [[συγκροτῶ]]<br />[[άθροισμα]] πραγμάτων σε μεθοδική [[διάταξη]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[σύνολο]], [[ιδίως]] κτισμάτων και εγκαταστάσεων που συναποτελούν αδιαίρετη [[ολότητα]] («οικοδομικό [[συγκρότημα]]»)<br /><b>2.</b> [[σύνολο]] βιομηχανικών ή άλλων οικονομικών επιχειρήσεων με ενιαίο [[κέντρο]] και ενιαία [[διεύθυνση]] (α. «βιομηχανικό [[συγκρότημα]]» β. «[[συγκρότημα]] τραπεζών»)<br /><b>3.</b> <b>στρ.</b> [[σύνολο]] μονάδων του ίδιου όπλου υπό ενιαία [[διοίκηση]]<br /><b>4.</b> [[ομάδα]] ανθρώπων που υπηρετούν, επαγγελματικά ή ερασιτεχνικά, ορισμένο [[είδος]] τέχνης (α. «μουσικό [[συγκρότημα]]» β. «χορευτικό [[συγκρότημα]]»)<br /><b>5.</b> <b>μτφ.</b> [[σύνολο]] προσώπων με κοινά ιδιοτελή συμφέροντα και με κοινές επιδιώξεις, [[κλίκα]], [[σπείρα]] («[[συγκρότημα]] κλεπταποδόχων»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> δόλια [[επινόηση]], [[τέχνασμα]]<br /><b>2.</b> (γενικά) [[επινόηση]]. | |mltxt=το, ΝΜΑ [[συγκροτῶ]]<br />[[άθροισμα]] πραγμάτων σε μεθοδική [[διάταξη]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[σύνολο]], [[ιδίως]] κτισμάτων και εγκαταστάσεων που συναποτελούν αδιαίρετη [[ολότητα]] («οικοδομικό [[συγκρότημα]]»)<br /><b>2.</b> [[σύνολο]] βιομηχανικών ή άλλων οικονομικών επιχειρήσεων με ενιαίο [[κέντρο]] και ενιαία [[διεύθυνση]] (α. «βιομηχανικό [[συγκρότημα]]» β. «[[συγκρότημα]] τραπεζών»)<br /><b>3.</b> <b>στρ.</b> [[σύνολο]] μονάδων του ίδιου όπλου υπό ενιαία [[διοίκηση]]<br /><b>4.</b> [[ομάδα]] ανθρώπων που υπηρετούν, επαγγελματικά ή ερασιτεχνικά, ορισμένο [[είδος]] τέχνης (α. «μουσικό [[συγκρότημα]]» β. «χορευτικό [[συγκρότημα]]»)<br /><b>5.</b> <b>μτφ.</b> [[σύνολο]] προσώπων με κοινά ιδιοτελή συμφέροντα και με κοινές επιδιώξεις, [[κλίκα]], [[σπείρα]] («[[συγκρότημα]] κλεπταποδόχων»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> δόλια [[επινόηση]], [[τέχνασμα]]<br /><b>2.</b> (γενικά) [[επινόηση]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 19:30, 27 September 2022
English (LSJ)
ατος, τό, A organization, μετὰ σ. τινός Sch.Ar.Pl.325. II artifice, crafty conduct, Ulp.ad D.21.139 (pl.); contrivance, gloss on κρότημα, Sch.E.Rh.499.
German (Pape)
[Seite 970] τό, das Zusammengeschlagene, Dichtgemachte, die zusammengebrachte Menge, das Heer. – Übertr., geschmiedete Ränke, List, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
συγκρότημα: σῶμα συμπαγές, κατηρτισμένον, καλῶς συγκεκροτημένον, συνάθροισμα, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Πλ. 325, Γρηγόρ. Νύσσ., κλπ.· ἐπὶ ἑνὸς μόνον ἀνδρός, Σχόλ. εἰς Εὐρ. Ρῆσ. 499· ― ἐκστρατεία, Κύριλλ. ΙΙ. μεταφορ., ὡσαύτως, ἐπινόημα, πανουργία, Σχόλ., Δημ.
Greek Monolingual
το, ΝΜΑ συγκροτῶ
άθροισμα πραγμάτων σε μεθοδική διάταξη
νεοελλ.
1. σύνολο, ιδίως κτισμάτων και εγκαταστάσεων που συναποτελούν αδιαίρετη ολότητα («οικοδομικό συγκρότημα»)
2. σύνολο βιομηχανικών ή άλλων οικονομικών επιχειρήσεων με ενιαίο κέντρο και ενιαία διεύθυνση (α. «βιομηχανικό συγκρότημα» β. «συγκρότημα τραπεζών»)
3. στρ. σύνολο μονάδων του ίδιου όπλου υπό ενιαία διοίκηση
4. ομάδα ανθρώπων που υπηρετούν, επαγγελματικά ή ερασιτεχνικά, ορισμένο είδος τέχνης (α. «μουσικό συγκρότημα» β. «χορευτικό συγκρότημα»)
5. μτφ. σύνολο προσώπων με κοινά ιδιοτελή συμφέροντα και με κοινές επιδιώξεις, κλίκα, σπείρα («συγκρότημα κλεπταποδόχων»)
αρχ.
1. δόλια επινόηση, τέχνασμα
2. (γενικά) επινόηση.