σύμβλημα: Difference between revisions
From LSJ
ζηλοῦτε δὲ τὰ χαρίσματα τὰ μείζονα. Καὶ ἔτι καθ᾽ ὑπερβολὴν ὁδὸν ὑμῖν δείκνυμι (1 Corinthians 12:31) → But go ahead and strive for the greater gifts. And I'm about to show you a still more excellent way.
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=symvlima | |Transliteration C=symvlima | ||
|Beta Code=su/mblhma | |Beta Code=su/mblhma | ||
|Definition=ατος, τό, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[joint]], [[seam]], <span class="bibl">LXX <span class="title">Is.</span>41.7</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> | |Definition=ατος, τό, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[joint]], [[seam]], <span class="bibl">LXX <span class="title">Is.</span>41.7</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[assault-at-arms]], [[gymnastic contest]], POxy.42.2 (iv A.D.).</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 19:15, 20 August 2022
English (LSJ)
ατος, τό, A joint, seam, LXX Is.41.7. II assault-at-arms, gymnastic contest, POxy.42.2 (iv A.D.).
German (Pape)
[Seite 978] τό, Verbindung, Fuge, LXX.
Greek (Liddell-Scott)
σύμβλημα: τό, ἕνωσις, συναφή, ῥαφή, Ἑβδ. (Ἡσαΐ. ΜΑ΄, 7).
Greek Monolingual
το, ΝΑ συμβάλλω
νεοελλ.
1. καθένα από τα κομμάτια ενός συνόλου, όπως λ.χ. του ιστού του πλοίου
2. ο σύνδεσμος που ενώνει τα κομμάτια αυτά
αρχ.
1. ένωση, ραφή
2. γυμναστικός αγώνας.
Greek Monolingual
το, ΝΑ συμβάλλω
νεοελλ.
1. καθένα από τα κομμάτια ενός συνόλου, όπως λ.χ. του ιστού του πλοίου
2. ο σύνδεσμος που ενώνει τα κομμάτια αυτά
αρχ.
1. ένωση, ραφή
2. γυμναστικός αγώνας.