τανύπλευρος: Difference between revisions
τὸ γὰρ μυστήριον ἤδη ἐνεργεῖται τῆς ἀνομίας· μόνον ὁ κατέχων ἄρτι ἕως ἐκ μέσου γένηται. (2Thess 2:7) → For the mystery of lawlessness is already at work — just at work until the one who is now constraining it is taken out.
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=tanyplevros | |Transliteration C=tanyplevros | ||
|Beta Code=tanu/pleuros | |Beta Code=tanu/pleuros | ||
|Definition=ον, | |Definition=ον, [[long-sided]], [[enormous]], πέτροι <span class="title">AP</span>9.656. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 10:40, 24 August 2022
English (LSJ)
ον, long-sided, enormous, πέτροι AP9.656.
German (Pape)
[Seite 1067] mit langen od. großen Seiten, πέτροι Ep. ad. Byz. 15 (IX, 656).
Greek (Liddell-Scott)
τᾰνύπλευρος: [ῠ], -ον, ὁ ἔχων μακράς, μεγάλας πλευράς, πελώριος, μέγιστος, πέτροι Ἀνθ. Π. 9. 656.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
aux larges flancs, énorme.
Étymologie: τανύω, πλευρά.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που έχει μακριές, μεγάλες πλευρές, τεράστιος, πελώριος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τανυ- του ρ. τάνυμαι «τεντώνομαι» + -πλευρος (< πλευρά), πρβλ. πολύ-πλευρος].
Greek Monotonic
τᾰνύπλευρος: [ῠ], -ον (τανύω, πλευρά), αυτός που έχει μακριά σε μήκος πλευρά, πελώριος, μέγιστος, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
τᾰνύπλευρος: широкобокий, т. е. огромный (πέτροι Anth.).