υἱωνός: Difference between revisions
Μετὰ τὴν δόσιν τάχιστα γηράσκει χάρις → Post munera cito consenescit gratia → Gleich nach der Gabe altert äußerst schnell der Dank
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''' [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z\(])" to "$1 $2 $3") |
||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''υἱωνός:''' ὁ внук Hom., Plut. | |elrutext='''υἱωνός:''' ὁ [[внук]] Hom., Plut. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[υἱωνός]], οῦ, ὁ, [[υἱός]]<br />a [[grandson]], Hom., Plut. | |mdlsjtxt=[[υἱωνός]], οῦ, ὁ, [[υἱός]]<br />a [[grandson]], Hom., Plut. | ||
}} | }} |
Revision as of 10:40, 23 August 2022
English (LSJ)
ὁ, A grandson, Il.2.666, Od. 24.515, Theoc.17.23, IG5(1).1450 (Messene, i A. D.), POxy.261.7 (i A.D.), SIG829A (Delph., ii A. D.), Plu.Publ.14, etc.:—fem. υἱωνή, ἡ, J.BJ1.22.1; less Att. than ὑϊδοῦς and ὑϊδῆ, Moer.p.379 P., Thom. Mag.p.362 R.
German (Pape)
[Seite 1176] ὁ, Sohnes Sohn, Enkel; Hom. Il. 2, 666 Od. 24, 514; Plut. Popl. 14 u. a. Sp.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
petit-fils.
Étymologie: υἱός.
English (Autenrieth)
Greek Monolingual
και ὑωνός και υἱωνεύς, -έως, ὁ, θηλ. υἱωνή, ΜΑ, και ως θηλ. υἱωνός, ἡ, Μ
ο εγγονός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υἱος + επίθημα -ωνός, που μαρτυρείται και σε ονόματα ζώων και πτηνών (πρβλ. οἰ-ωνός, χελ-ώνη) και προσδίδει στη λ. μεγεθυντική, αυξητική σημ. (πρβλ. αγγλ. grand-son «εγγονός»). Ο τ. υἱώνεῖς, που παραδίδει ο Ησύχιος, είναι αναλογικός με τον πληθ. υἱεῖς].
Greek Monotonic
υἱωνός: -οῦ, ὁ (υἱός), εγγονός, σε Όμηρ., Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
υἱωνός: ὁ внук Hom., Plut.