φύλαξις: Difference between revisions

From LSJ

αὐτόματοι δ' ἀγαθοὶ ἀγαθῶν ἐπὶ δαῖτας ἴασιautomatically do the noble go to the feasts of the noble

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "συχν." to "συχν.")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''φύλαξις''': -εως, ἡ [[φρούρησις]], τὸ φυλάττειν, ὕπνου φυλάξεις Σοφ. Ἀποσπ. 379. 6· [[συχν]]. παρὰ τοῖς Βυζ. ΙΙ. [[ἀσφάλεια]], Εὐρ. Ἑλ. 506.
|lstext='''φύλαξις''': -εως, ἡ [[φρούρησις]], τὸ φυλάττειν, ὕπνου φυλάξεις Σοφ. Ἀποσπ. 379. 6· συχν. παρὰ τοῖς Βυζ. ΙΙ. [[ἀσφάλεια]], Εὐρ. Ἑλ. 506.
}}
}}
{{eles
{{eles

Revision as of 15:00, 31 January 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φύλαξις Medium diacritics: φύλαξις Low diacritics: φύλαξις Capitals: ΦΥΛΑΞΙΣ
Transliteration A: phýlaxis Transliteration B: phylaxis Transliteration C: fylaksis Beta Code: fu/lacis

English (LSJ)

[ῠ], εως, ἡ, A watching, guarding, ὕπνου φυλάξεις S.Fr.432.9, cf. Aq.Is.26.3. II a security, E.Hel.506 (pl.).

German (Pape)

[Seite 1314] ἡ, Bewachung, Beschützung, Beobachtung; im plur. Soph. frg. 379; ἔχει μοι δισσὰς φυλάξεις Eur. Hel. 513.

Greek (Liddell-Scott)

φύλαξις: -εως, ἡ φρούρησις, τὸ φυλάττειν, ὕπνου φυλάξεις Σοφ. Ἀποσπ. 379. 6· συχν. παρὰ τοῖς Βυζ. ΙΙ. ἀσφάλεια, Εὐρ. Ἑλ. 506.

Spanish

protección

Greek Monolingual

-άξεως, ἡ, ΜΑ
βλ. φύλαξη.

Greek Monotonic

φύλαξις: [ῠ], -εως, ἡ (φυλάσσω), φύλαξη, φρουρά, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

φύλαξις: εως (ῠ) ἡ только pl.
1) охрана (ὕπνου φυλάξεις Soph.);
2) осторожность, меры предосторожности или самозащиты: δισσὰς δέ μοι ἔχει φυλάξεις Eur. у меня два способа защитить себя.

Middle Liddell

φύλαξις, εως, φυλάσσω
a security, Eur.