χαλκεοτευχής: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3") |
||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''χαλκεοτευχής:''' носящий медные доспехи ([[Καπανεύς]] Eur.). | |elrutext='''χαλκεοτευχής:''' [[носящий медные доспехи]] ([[Καπανεύς]] Eur.). | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=χαλκεο-τευχής, ές [[τεῦχος]]<br />[[armed]] in [[brass]], Eur. | |mdlsjtxt=χαλκεο-τευχής, ές [[τεῦχος]]<br />[[armed]] in [[brass]], Eur. | ||
}} | }} |
Revision as of 14:05, 20 August 2022
English (LSJ)
ές, A armed in brass, E.Supp.999 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 1330] in Erz gerüstet, Kapaneus, Eur. Suppl. 1024.
Greek (Liddell-Scott)
χαλκεοτευχής: -ές, ἔχων χαλκᾶ τεύχη, ὡπλισμένος δι’ ὅπλων χαλκῶν, Εὐρ. Ἱκ. 999, ἔνθα πλεῖστα Ἀντίγραφα χαλκοτευχὴς ἐναντίον τοῦ μέτρου.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
à l’armure d’airain.
Étymologie: χαλκός, τεῦχος.
Greek Monolingual
και εσφ. γρφ. χαλκοτευχής, -ές, Α
οπλισμένος με χάλκινα όπλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκεο- (βλ. λ. χαλκο-) + -τευχής (< τεῦχος «αντικείμενο, όπλο»), πρβλ. ἀ-τευχής, τοξο-τευχής].
Greek Monotonic
χαλκεοτευχής: -ές (τεῦχος), οπλισμένος με χάλκινα όπλα, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
χαλκεοτευχής: носящий медные доспехи (Καπανεύς Eur.).