ἀκροπόλος: Difference between revisions

From LSJ

εἰργόμενον θανάτου καὶ τοῦ ἀνάπηρον ποιῆσαι → excluding death and maiming, short of death or maiming

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")
Line 32: Line 32:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἀκροπόλος:''' высоко вздымающийся, высокий (ὄρεα Hom.).
|elrutext='''ἀκροπόλος:''' [[высоко вздымающийся]], [[высокий]] (ὄρεα Hom.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Revision as of 12:07, 20 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκροπόλος Medium diacritics: ἀκροπόλος Low diacritics: ακροπόλος Capitals: ΑΚΡΟΠΟΛΟΣ
Transliteration A: akropólos Transliteration B: akropolos Transliteration C: akropolos Beta Code: a)kropo/los

English (LSJ)

ον, (πολέω) A high-ranging, lofly, ἐπ' ἀκροπόλοισιν ὄρεσσιν Il.5.523, cf. Od.19.205. II Subst., ἀκροπόλοι, οἱ, arctic and antarctic circles, Olymp.in Mete. 183.30.

German (Pape)

[Seite 84] in der Höhe seiend, hoch; vgl. οἰοπόλος; Hom. zweimal, ἐπ' (ἐν) ἀκροπόλοισιν ὄρεσσιν Iliad. 5, 523 Od. 19, 205, im Hochgebirge.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκροπόλος: -ον, (πολέω) ὁ εἰς ὕψος αἰρόμενος, ὑψηλός, ἐν ἀκροπόλοισιν ὄρεσσιν, Ἰλ. Ε. 523, Ὀδ. Τ. 205˙ «τὸ ἐν ἀκροπ. ὄρ. ταὐτόν ἐστι τῷ κορυφαῖς ὀρῶν», Εὐστ. ἐν Ὀθ. ἔνθ’ ἀνωτ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
élevé en parl. de montagnes.
Étymologie: ἄκρος, πέλω.

English (Autenrieth)

(πέλομαι), only dat. pl.: lofty.

Spanish (DGE)

-ον
1 elevado ἐπ' ἀκροπόλοισιν ὄρεσσιν Il.5.523, Od.19.205, h.Ven.54.
2 subst. οἱ ἀ. los círculos polares Artico y Antártico, Olymp.in Mete.183.30.

Greek Monolingual

ἀκροπόλος, -ον (Α)
1. αυτός που βρίσκεται στα ύψη, ο ψηλός
2. ως ουσ. οἱ ἀκροπόλοι
οι αρκτικοί και ανταρκτικοί κύκλοι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο- (Ι) + πόλος < πολῶ (-έω) «περιφέρομαι, περιπλανώμαι, συχνάζω, διαμένω, κατοικώ»].

Greek Monotonic

ἀκροπόλος: -ον (πολέω), αυτός που σηκώνεται ψηλά, ψηλός, αγέρωχος, σε Όμηρ.

Russian (Dvoretsky)

ἀκροπόλος: высоко вздымающийся, высокий (ὄρεα Hom.).

Middle Liddell

πολέω
high-ranging, lofty, Hom.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ἀκροπόλος -ον ἄκρος, πέλομαι die zich hoog verheft, hoog.