ἀνολκή: Difference between revisions
From LSJ
Ἔνιοι δὲ καὶ μισοῦσι τοὺς εὐεργέτας → Nonnulli oderunt adeo beneficos sibi → Es hassen manche sogar ihre Wohltäter
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
|||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἀνολκή:''' ἡ втаскивание, поднимание (λίθων Thuc.). | |elrutext='''ἀνολκή:''' ἡ [[втаскивание]], [[поднимание]] (λίθων Thuc.). | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |
Revision as of 11:05, 23 August 2022
English (LSJ)
ἡ, A hauling up, λίθων Th.4.112; ἀ. καὶ καθολκή Aen.Tact. 10.12.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνολκή: ἡ, (ἀνέλκω) ἡ πρὸς τὰ ἄνω ἕλξις, τὸ σύρειν πρὸς τὰ ἄνω, πρὸς λίθων ἀνολκὴν Θουκ. 4. 112· τῷ δὲ ναυκλήρῳ (δίδοσθαι) ἀνολκὴν καὶ καθολκὴν Αἰν. Τακτ. 10.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
action de tirer en haut.
Étymologie: ἀνέλκω.
Spanish (DGE)
-ῆς, ἡ
arrastre τῶν λίθων D.C.51.10.9, Longus 2.13, de un barco, Aen.Tact.10.12.
Greek Monolingual
η (Α ἀνολκή) ολκή
νεοελλ.
Ναυτ. (για πλοία) ανέλκυση στην ξηρά μέ μηχανικά κυρίως μέσα
αρχ.
έλξη προς τα επάνω, ρυμούλκηση.
Greek Monotonic
ἀνολκή: ἡ (ἀνέλκω), ανάσυρση, λίθων, σε Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
ἀνολκή: ἡ втаскивание, поднимание (λίθων Thuc.).
Middle Liddell
ἀνέλκω
a hauling up, λίθων Thuc.