ἀπαυτίκα: Difference between revisions
From LSJ
Ἀναβάντα γὰρ εἰς τὴν ἀκρόπολιν, καὶ διὰ τὴν ὑπερβολὴν τῆς λύπης προσκόψαντα τῷ ζῆν, ἑαυτὸν κατακρημνίσαι → For he ascended the acropolis and then, because he was disgusted with life by reason of his excessive grief, cast himself down the height
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀπαυτίκα''': ἐπίρρ. ἐπιτεταμ. ἀντὶ τοῦ [[αὐτίκα]], [[παρευθύς]], ἀμέσως. Δίων Κ. 40. 15· | |lstext='''ἀπαυτίκα''': ἐπίρρ. ἐπιτεταμ. ἀντὶ τοῦ [[αὐτίκα]], [[παρευθύς]], ἀμέσως. Δίων Κ. 40. 15· μετὰ διαφ. γραφ. ἀπαυστὶ καί. ἀπαυτομᾰτίζω, [[πράττω]] ἢ [[προσφέρω]] τι ἑκουσίως, αὐτομάτως, αὐτοπροαιρέτως, ἡ [[τύχη]] τοῦτο μουσικῶς ἔοικεν ἀπαυτοματίσαι Πλούτ. 2. 717Β, Φίλων 1. 571: - Παθ., Φίλων 2. 182· καὶ ἐνεργ. ἐπὶ τῆς αὐτῆς σημασίας, ὁ αὐτ. 1. 387, ττλ. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:40, 20 April 2021
English (LSJ)
Adv. strengthd. for αὐτίκα, A on the spot, dub. l. in D.C. 40.15
German (Pape)
[Seite 283] sogleich, gleich darauf, D. C. 40, 15.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπαυτίκα: ἐπίρρ. ἐπιτεταμ. ἀντὶ τοῦ αὐτίκα, παρευθύς, ἀμέσως. Δίων Κ. 40. 15· μετὰ διαφ. γραφ. ἀπαυστὶ καί. ἀπαυτομᾰτίζω, πράττω ἢ προσφέρω τι ἑκουσίως, αὐτομάτως, αὐτοπροαιρέτως, ἡ τύχη τοῦτο μουσικῶς ἔοικεν ἀπαυτοματίσαι Πλούτ. 2. 717Β, Φίλων 1. 571: - Παθ., Φίλων 2. 182· καὶ ἐνεργ. ἐπὶ τῆς αὐτῆς σημασίας, ὁ αὐτ. 1. 387, ττλ.