ἀποβρίζω: Difference between revisions

From LSJ

πάλαι ποτ' ἦσαν ἄλκιμοι Μιλήσιοι → the Milesians were mighty once

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀποβρίζω''': μέλλ. -ξω, ἀποκοιμῶμαι, βυθίζομαι εἰς βαθὺν [[ὕπνον]], [[ἔνθα]] δ’ ἀποβρίξαντες ἐμείναμεν Ἠῶ δῖαν Ὀδ. Ι. 151, Μ. 7, Θεοκρ. Ἐπιγράμμ. 21· [[ὕπνον]] ἀπ. Καλλ. Ἐπιγράμμ. 17· καθ’ Ἡσύχ. «ἀποβρίξαντες· [[μετὰ]] βορὰν ἀπονυστάξαντες».
|lstext='''ἀποβρίζω''': μέλλ. -ξω, ἀποκοιμῶμαι, βυθίζομαι εἰς βαθὺν [[ὕπνον]], [[ἔνθα]] δ’ ἀποβρίξαντες ἐμείναμεν Ἠῶ δῖαν Ὀδ. Ι. 151, Μ. 7, Θεοκρ. Ἐπιγράμμ. 21· [[ὕπνον]] ἀπ. Καλλ. Ἐπιγράμμ. 17· καθ’ Ἡσύχ. «ἀποβρίξαντες· μετὰ βορὰν ἀπονυστάξαντες».
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Revision as of 12:55, 20 April 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποβρίζω Medium diacritics: ἀποβρίζω Low diacritics: αποβρίζω Capitals: ΑΠΟΒΡΙΖΩ
Transliteration A: apobrízō Transliteration B: apobrizō Transliteration C: apovrizo Beta Code: a)pobri/zw

English (LSJ)

A go off to sleep, go sound asleep, Od.9.151: aor. imper. ἀπόβριξον Theoc.Ep.19; ὕπνον ἀ. Call.Epigr. 18; βαιὸν ἀποβρίξαντες Q.S.5.661.

German (Pape)

[Seite 298] (s. βρίζω), ausschlafen, Od. 9, 151. 12, 7; sp. D., wie Opp. Cyn. 3, 512; ὕπνον Callim. 56 (VII, 456).

Greek (Liddell-Scott)

ἀποβρίζω: μέλλ. -ξω, ἀποκοιμῶμαι, βυθίζομαι εἰς βαθὺν ὕπνον, ἔνθα δ’ ἀποβρίξαντες ἐμείναμεν Ἠῶ δῖαν Ὀδ. Ι. 151, Μ. 7, Θεοκρ. Ἐπιγράμμ. 21· ὕπνον ἀπ. Καλλ. Ἐπιγράμμ. 17· καθ’ Ἡσύχ. «ἀποβρίξαντες· μετὰ βορὰν ἀπονυστάξαντες».

French (Bailly abrégé)

ao. ἀπέβριξα;
s’endormir.
Étymologie: ἀπό, βρίζω.

English (Autenrieth)

only aor. part. ἀποβρίξαντες: sleep soundly, Od. 9.151 and Od. 12.7.

Spanish (DGE)

dormir, ἔνθα δ' ἀποβρίξαντες ἐμείναμεν Od.9.151, 12.7, κἢν θέλῃς ἀπόβριξον Theoc.Ep.19.4
c. ac. int. ὕπνον Call.Epigr.16.3, Opp.C.3.512, c. ac. adv. βαιόν Q.S.5.661.

Greek Monolingual

ἀποβρίζω (Α) βρίζω
κοιμάμαι βαθιά.

Greek Monotonic

ἀποβρίζω: μέλ. -ξω, αποκοιμιέμαι, πέφτω σε βαθύ ύπνο, σε Ομήρ. Οδ.

Russian (Dvoretsky)

ἀποβρίζω: заснуть, задремать Hom., Theocr.

Middle Liddell


to go off to sleep, go sound asleep, Od.