ἀριστευτικός: Difference between revisions
τὸ δ' ἡδέως ζῆν καὶ ἱλαρῶς οὐκ ἔξωθέν ἐστιν, ἀλλὰ τοὐναντίον ὁ ἄνθρωπος τοῖς περὶ αὑτὸν πράγμασιν ἡδονὴν καὶ χάριν ὥσπερ ἐκ πηγῆς τοῦ ἤθους προστίθησιν → but a pleasant and happy life comes not from external things, but, on the contrary, man draws on his own character as a source from which to add the element of pleasure and joy to the things which surround him
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
|||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἀριστευτικός:''' доблестный, славный ([[τύχη]] Plut.). | |elrutext='''ἀριστευτικός:''' [[доблестный]], [[славный]] ([[τύχη]] Plut.). | ||
}} | }} |
Revision as of 12:15, 20 August 2022
English (LSJ)
ή, όν, A of, belonging to valiant deeds, Max.Tyr.29.1, Plu.2.319b.
German (Pape)
[Seite 352] sich auszeichnend, wacker, tapfer, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀριστευτικός: -ή, -όν, ὁ ἀριστεύων, ἢ ὁ ἀνήκων εἰς τὸ ἄριστον, ὁ ἐπιτήδειος δι’ ἔξοχα κατορθώματα, Μάξ. Τύρ. 21. 1, Πλούτ. 2. 319B.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
habitué à l’emporter sur les autres, à se distinguer par de hauts faits.
Étymologie: ἀριστεύω.
Spanish (DGE)
-ή, -όν relativo a hechos heroicos Τύχη Plu.2.319b.
Greek Monolingual
ἀριστευτικός, -ή, -όν (Α) αριστεύω
ο ικανός για έξοχα κατορθώματα.
Russian (Dvoretsky)
ἀριστευτικός: доблестный, славный (τύχη Plut.).