ἄσπληνος: Difference between revisions
λύπης ἰατρός ἐστιν ἀνθρώποις λόγος → for men reason cures grief, for men reason is a healer of grief, a physician for grief is to people a word, pain's healer is a word to man, logos is a healer of man's anguish, talking through one's grief is therapeutic
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ου, ὁ | |dgtxt=-ου, ὁ<br /><b class="num">• Alolema(s):</b> ἄσπληνον, -ου, τό Dsc.1.2, Plin.<i>HN</i> 27.34<br />bot.<br /><b class="num">1</b> [[doradilla]], [[Ceterach officinarum]] DC, utilizada para eliminar la bilis, Dsc.3.134, Gal.13.239, Zopyr. en Orib.14.50.1, Vitr.1.4.10, Plin.<i>HN</i> 27.34.<br /><b class="num">2</b> [[ácoro bastardo]], [[lirio amarillo]], [[Iris pseudacorus L.]], o bien [[ácoro verdadero]], [[Acorus calamus L.]], Dsc.1.2.<br /><b class="num">3</b> [[hiedra]], [[Hedera helix L.]], Ps.Dsc.2.179. < [[ἄσπληνος]] [[ἀσπόλην]]· > [[ἄσπληνος]], -ον<br />medic. [[que ha eliminado la bilis]] ἡ οὐσία [[ἔμπλαστρος]] ... ἀσπλήνους ποιεῖ Aët.15.15 (p.68). | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἄσπληνος]], -ον)<br />αυτός που δεν έχει [[σπλήνα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[κισσός]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> το [[σπληνόχορτο]] ([[φυτό]] που θεωρείται ότι θεραπεύει παθήσεις της σπλήνας). | |mltxt=-η, -ο (Α [[ἄσπληνος]], -ον)<br />αυτός που δεν έχει [[σπλήνα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[κισσός]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> το [[σπληνόχορτο]] ([[φυτό]] που θεωρείται ότι θεραπεύει παθήσεις της σπλήνας). | ||
}} | }} |
Revision as of 11:00, 20 July 2021
English (LSJ)
ον, A spleenless, Aët.15.14. 2 ἄσπληνος, ὁ, = κισσός, Ps.-Dsc.2.179.
German (Pape)
[Seite 374] (σπλήν), ohne Milz; die Milz mindernd; τὸ ἄσπληνον, Milzkraut, Diosc.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ
• Alolema(s): ἄσπληνον, -ου, τό Dsc.1.2, Plin.HN 27.34
bot.
1 doradilla, Ceterach officinarum DC, utilizada para eliminar la bilis, Dsc.3.134, Gal.13.239, Zopyr. en Orib.14.50.1, Vitr.1.4.10, Plin.HN 27.34.
2 ácoro bastardo, lirio amarillo, Iris pseudacorus L., o bien ácoro verdadero, Acorus calamus L., Dsc.1.2.
3 hiedra, Hedera helix L., Ps.Dsc.2.179. < ἄσπληνος ἀσπόλην· > ἄσπληνος, -ον
medic. que ha eliminado la bilis ἡ οὐσία ἔμπλαστρος ... ἀσπλήνους ποιεῖ Aët.15.15 (p.68).
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἄσπληνος, -ον)
αυτός που δεν έχει σπλήνα
αρχ.
1. το αρσ. ως ουσ. ο κισσός
2. το ουδ. ως ουσ. το σπληνόχορτο (φυτό που θεωρείται ότι θεραπεύει παθήσεις της σπλήνας).