ἐντρύφημα: Difference between revisions
ὁ γὰρ ἀποθανὼν δεδικαίωται ἀπὸ τῆς ἁμαρτίας → anyone who has died has been set free from sin, the person who has died has been freed from sin, someone who has died has been freed from sin (Romans 6:7)
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - " LXX " to " LXX ") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ματος, τό<br />[[delicia]], [[deleite]] c. gen. subjet. ἐποίησα ... ἐντρυφήματα υἱῶν τοῦ ἀνθρώπου οἰνοχόον καὶ οἰνοχόας LXX <i>Ec</i>.2.8, cf. <i>T.Iud</i>.21.5, como trad. de hebr. [[Ἐδέμ]] ‘Edén’, Ph.1.690, τὸ ἐμὸν ἀγαθὸν ἐ. de una pers., Gr.Naz.M.35.724C, c. dat. κτίσεως θέα, ... πᾶσιν ἡμῖν ἐντρυφήματος el espectáculo de la creación, delicia común para todos nosotros</i> Gr.Naz.M.36.368D. | |dgtxt=-ματος, τό<br />[[delicia]], [[deleite]] c. gen. subjet. ἐποίησα ... ἐντρυφήματα υἱῶν τοῦ ἀνθρώπου οἰνοχόον καὶ οἰνοχόας [[LXX]] <i>Ec</i>.2.8, cf. <i>T.Iud</i>.21.5, como trad. de hebr. [[Ἐδέμ]] ‘Edén’, Ph.1.690, τὸ ἐμὸν ἀγαθὸν ἐ. de una pers., Gr.Naz.M.35.724C, c. dat. κτίσεως θέα, ... πᾶσιν ἡμῖν ἐντρυφήματος el espectáculo de la creación, delicia común para todos nosotros</i> Gr.Naz.M.36.368D. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το (AM [[ἐντρύφημα]])<br /><b>1.</b> αυτό που προσφέρει [[τέρψη]], [[ηδονή]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ηδονή]], [[απόλαυση]], [[ευχαρίστηση]] («ἡ δημιουργηθεῑσα [[κτίσις]], τὸ κοινὸν [[ἐντρύφημα]]», Γρηγ<br />Ναζ.)<br /><b>2.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[καμάρι]], [[χαρά]], [[περηφάνια]] («οὗτοι, το ἐμὸν ἀγαθὸν [[ἐντρύφημα]]», <b>Γρηγ. Ναζ.</b>). | |mltxt=το (AM [[ἐντρύφημα]])<br /><b>1.</b> αυτό που προσφέρει [[τέρψη]], [[ηδονή]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ηδονή]], [[απόλαυση]], [[ευχαρίστηση]] («ἡ δημιουργηθεῑσα [[κτίσις]], τὸ κοινὸν [[ἐντρύφημα]]», Γρηγ<br />Ναζ.)<br /><b>2.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[καμάρι]], [[χαρά]], [[περηφάνια]] («οὗτοι, το ἐμὸν ἀγαθὸν [[ἐντρύφημα]]», <b>Γρηγ. Ναζ.</b>). | ||
}} | }} |
Revision as of 16:09, 20 June 2022
English (LSJ)
ατος, τό, A thing to take pleasure in, a delight, LXXEc.2.8(pl.), Ph.1.690.
German (Pape)
[Seite 859] τό, das, worin man schwelgt, woran man sich ergötzt, Philo.
Greek (Liddell-Scott)
ἐντρύφημα: τό, πᾶν ὅ,τι παρέχει τρυφήν, ἀπόλαυσις, ἐντρύφημα υἱῶν ἀνθρώπων Ἑβδ. (Ἐκκλ. Β΄, 8), Φίλων 690. 38.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
delicia, deleite c. gen. subjet. ἐποίησα ... ἐντρυφήματα υἱῶν τοῦ ἀνθρώπου οἰνοχόον καὶ οἰνοχόας LXX Ec.2.8, cf. T.Iud.21.5, como trad. de hebr. Ἐδέμ ‘Edén’, Ph.1.690, τὸ ἐμὸν ἀγαθὸν ἐ. de una pers., Gr.Naz.M.35.724C, c. dat. κτίσεως θέα, ... πᾶσιν ἡμῖν ἐντρυφήματος el espectáculo de la creación, delicia común para todos nosotros Gr.Naz.M.36.368D.
Greek Monolingual
το (AM ἐντρύφημα)
1. αυτό που προσφέρει τέρψη, ηδονή
αρχ.
1. ηδονή, απόλαυση, ευχαρίστηση («ἡ δημιουργηθεῑσα κτίσις, τὸ κοινὸν ἐντρύφημα», Γρηγ
Ναζ.)
2. (για πρόσ.) καμάρι, χαρά, περηφάνια («οὗτοι, το ἐμὸν ἀγαθὸν ἐντρύφημα», Γρηγ. Ναζ.).