ἐπιχλιαίνω: Difference between revisions

From LSJ

κρειττότερον ἐστὶν εἰδέναι ἐν μέσῃ τῇ Πόλει φακιόλιον βασιλεῦον Τούρκου, ἢ καλύπτραν λατινικήν → I would rather see a Turkish turban in the midst of the City than the Latin mitre

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐπιχλιαίνω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[θερμαίνω]] την [[επιφάνεια]] («ἐπιχλιάνας τὸν [[κηρόν]]», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>ἐπιχλιαίνομαι</i><br />έχω πυρετό («[[μετὰ]] κεφαλαλγίης τὸ ἐπιχλιαίνεσθαι ὀλέθριον», Ιπποκρ.).
|mltxt=[[ἐπιχλιαίνω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[θερμαίνω]] την [[επιφάνεια]] («ἐπιχλιάνας τὸν [[κηρόν]]», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>ἐπιχλιαίνομαι</i><br />έχω πυρετό («μετὰ κεφαλαλγίης τὸ ἐπιχλιαίνεσθαι ὀλέθριον», Ιπποκρ.).
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 13:00, 20 April 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιχλῐαίνω Medium diacritics: ἐπιχλιαίνω Low diacritics: επιχλιαίνω Capitals: ΕΠΙΧΛΙΑΙΝΩ
Transliteration A: epichliaínō Transliteration B: epichliainō Transliteration C: epichliaino Beta Code: e)pixliai/nw

English (LSJ)

A warm on the surface or slightly, Luc.Alex.21:—Pass., grow warm, Hp.Coac.611.

German (Pape)

[Seite 1004] auf der Oberfläche, darauf warm machen, erwärmen, τῇ βελόνῃ τὸν κηρὸν ἐπιχλιάνας Luc. Alex. 21. – Pass. wärmer werden, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιχλιαίνω: θερμαίνω τὴν ἐπιφάνειάν τινος, ἐπιχλιάνας τὸν κηρὸν Λουκ. Ἀλέξ. 21. ― Παθ., θερμαίνομαι, γίνομαι θερμός, Ἱππ. Κωακ. Προγν. 219.

French (Bailly abrégé)

faire chauffer à la surface.
Étymologie: ἐπί, χλιαίνω.

Greek Monolingual

ἐπιχλιαίνω (Α)
1. θερμαίνω την επιφάνεια («ἐπιχλιάνας τὸν κηρόν», Λουκιαν.)
2. παθ. ἐπιχλιαίνομαι
έχω πυρετό («μετὰ κεφαλαλγίης τὸ ἐπιχλιαίνεσθαι ὀλέθριον», Ιπποκρ.).

Greek Monotonic

ἐπιχλιαίνω: μέλ. -ᾰνῶ, ζεσταίνω ελαφρώς, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιχλιαίνω: нагревать, подогревать (τῇ βελόνῃ - sc. πεπυρωμένῃ - τὸν κηρόν Luc.).

Middle Liddell

fut. ᾰνῶ
to warm slightly, Luc.