ἐπιπλαταγέω: Difference between revisions
From LSJ
Καὶ μὴν ὑπεραποθνῄσκειν γε μόνοι ἐθέλουσιν οἱ ἐρῶντες, οὐ μόνον ὅτι ἄνδρες, ἀλλὰ καὶ αἱ γυναῖκες. → After all, it is only those in love who are actually willing to die for another — not just men, but women as well. (Plato, Symposium 179b)
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐπιπλᾰτᾰγέω''': ἐπικροτῶ, ἐπιδοκιμάζω κροτῶν τὰς χεῖρας, | |lstext='''ἐπιπλᾰτᾰγέω''': ἐπικροτῶ, ἐπιδοκιμάζω κροτῶν τὰς χεῖρας, μετὰ δοτ. τοῖς μὲν ἐπεπλατάγησα, «[[ἤγουν]] ἐπὶ τοῖς εἰρημένοις τὰς χεῖρας συνεκρότησα» (Σχόλ.), Θεόκρ. 9. 22. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Revision as of 13:00, 20 April 2021
English (LSJ)
A appland by clapping, τινί Theoc.9.22; χεῖρας Epic. Alex.Adesp.2.72.
German (Pape)
[Seite 970] zuklatschen, Theocr. 9, 22; Schol. τὰς χεῖρας συγκροτεῖν.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιπλᾰτᾰγέω: ἐπικροτῶ, ἐπιδοκιμάζω κροτῶν τὰς χεῖρας, μετὰ δοτ. τοῖς μὲν ἐπεπλατάγησα, «ἤγουν ἐπὶ τοῖς εἰρημένοις τὰς χεῖρας συνεκρότησα» (Σχόλ.), Θεόκρ. 9. 22.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
applaudir bruyamment.
Étymologie: ἐπί, πλαταγέω.
Greek Monotonic
ἐπιπλᾰτᾰγέω: μέλ. -ήσω, επικροτώ, επιδοκιμάζω χτυπώντας τα χέρια, τινί, σε Θεόκρ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιπλᾰτᾰγέω: шумно хлопать, аплодировать (τοῖς ἐπεπλατάγησα Theocr.).