σκυβαλίζω: Difference between revisions

From LSJ

Χρόνος δ' ἀμαυροῖ πάντα κεἰς λήθην ἄγει → Diesque celat omnia atque oblitterat → Die Zeit verdunkelt alles, gibt's dem Vergessen preis

Menander, Monostichoi, 545
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+), ([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1, $2")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''σκῠβᾰλίζω''': θεωρῶ τι ὡς σκύβαλα, [[ἀπορρίπτω]] [[μετὰ]] περιφρονήσεως. Διον. Ἁλ. Τέχνη Ρητ. 1. - Παθ., ἀντίθετ. τῷ [[λαμπρίζομαι]], Πέμπελ. παρὰ Στοβ. 460. 51· - [[ὡσαύτως]] σκυβαλεύω, Σχόλ. εἰς Λουκ. Νεκυομ. 17, Ἡσύχ.
|lstext='''σκῠβᾰλίζω''': θεωρῶ τι ὡς σκύβαλα, [[ἀπορρίπτω]] μετὰ περιφρονήσεως. Διον. Ἁλ. Τέχνη Ρητ. 1. - Παθ., ἀντίθετ. τῷ [[λαμπρίζομαι]], Πέμπελ. παρὰ Στοβ. 460. 51· - [[ὡσαύτως]] σκυβαλεύω, Σχόλ. εἰς Λουκ. Νεκυομ. 17, Ἡσύχ.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[σκυβλίζω]] Α [[σκύβαλον]]<br /><b>1.</b> [[θεωρώ]] [[κάτι]] ως [[σκύβαλο]], [[απορρίπτω]] με [[περιφρόνηση]]<br /><b>2.</b> [[βεβηλώνω]], [[ατιμάζω]], [[μιαίνω]].
|mltxt=και [[σκυβλίζω]] Α [[σκύβαλον]]<br /><b>1.</b> [[θεωρώ]] [[κάτι]] ως [[σκύβαλο]], [[απορρίπτω]] με [[περιφρόνηση]]<br /><b>2.</b> [[βεβηλώνω]], [[ατιμάζω]], [[μιαίνω]].
}}
}}

Revision as of 12:15, 20 April 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκῠβᾰλίζω Medium diacritics: σκυβαλίζω Low diacritics: σκυβαλίζω Capitals: ΣΚΥΒΑΛΙΖΩ
Transliteration A: skybalízō Transliteration B: skybalizō Transliteration C: skyvalizo Beta Code: skubali/zw

English (LSJ)

A look on as dung, reject contemptuously, D.H.Orat.Vett. 1, cf. σκυβλίζω:—Pass., opp. λαμπρίζομαι, Pempel. ap. Stob.4.25.52, cf. LXX Si.26.26:—later σκῠβᾰλ-εύω, Sch.Luc.Nec.17 (Pass.).

German (Pape)

[Seite 906] wie Koth achten, verächtlich behandeln, τινά, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

σκῠβᾰλίζω: θεωρῶ τι ὡς σκύβαλα, ἀπορρίπτω μετὰ περιφρονήσεως. Διον. Ἁλ. Τέχνη Ρητ. 1. - Παθ., ἀντίθετ. τῷ λαμπρίζομαι, Πέμπελ. παρὰ Στοβ. 460. 51· - ὡσαύτως σκυβαλεύω, Σχόλ. εἰς Λουκ. Νεκυομ. 17, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

και σκυβλίζω Α σκύβαλον
1. θεωρώ κάτι ως σκύβαλο, απορρίπτω με περιφρόνηση
2. βεβηλώνω, ατιμάζω, μιαίνω.