ἡμίτμητος: Difference between revisions

From LSJ

Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἡμίτμητος]],-ον)<br />αυτός που έχει κοπεί στα δύο, ο διχοτομημένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ημι</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>τμη</i>-<i>τος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τέμνω]], <b>[[πρβλ]].</b> παθ. αόρ. <i>ε</i>-<i>τμή</i>-<i>θην</i>), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ά</i>-<i>τμη</i>-<i>τος</i>, <i>δορί</i>-<i>τμητος</i>].
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἡμίτμητος]],-ον)<br />αυτός που έχει κοπεί στα δύο, ο διχοτομημένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ημι</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>τμη</i>-<i>τος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τέμνω]], [[πρβλ]]. παθ. αόρ. <i>ε</i>-<i>τμή</i>-<i>θην</i>), [[πρβλ]]. <i>ά</i>-<i>τμη</i>-<i>τος</i>, <i>δορί</i>-<i>τμητος</i>].
}}
}}

Revision as of 16:05, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἡμίτμητος Medium diacritics: ἡμίτμητος Low diacritics: ημίτμητος Capitals: ΗΜΙΤΜΗΤΟΣ
Transliteration A: hēmítmētos Transliteration B: hēmitmētos Transliteration C: imitmitos Beta Code: h(mi/tmhtos

English (LSJ)

ον, (τέμνω) A gloss on ἡμιδάϊκτος, Sch.Opp.H.2.287.

German (Pape)

[Seite 1170] dasselbe, Schol. Opp. H. 1, 716.

Greek (Liddell-Scott)

ἡμίτμητος: -ον, (τέμνω) = ἡμίτομος, Σχολ. Λυκόφρ. 152, Ὀππ. Ἁλ. 1. 716.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἡμίτμητος,-ον)
αυτός που έχει κοπεί στα δύο, ο διχοτομημένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + τμη-τος (< τέμνω, πρβλ. παθ. αόρ. ε-τμή-θην), πρβλ. ά-τμη-τος, δορί-τμητος].