ἡλιώδης: Difference between revisions

From LSJ

ταῦτα δὲ ἔδει ποιῆσαι κἀκεῖνα μὴ ἀφιέναι → these things should have been done without neglecting the others | these are the things you should have done without neglecting the others | these ought ye to have done, and not to leave the other undone

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἡλιώδης]], -ες (Α)<br />αυτός που μοιάζει με τον ήλιο, ο [[ηλιοειδής]] («μῆλα ἡλιώδη, Φιλόστρ.). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ἡλιωδῶς</i> (Μ)<br />[[κατά]] την [[ομοιότητα]] του ήλιου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ηλι</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ωδης</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ακανθ</i>-<i>ώδης</i>, <i>κυματ</i>-<i>ώδης</i>)].
|mltxt=[[ἡλιώδης]], -ες (Α)<br />αυτός που μοιάζει με τον ήλιο, ο [[ηλιοειδής]] («μῆλα ἡλιώδη, Φιλόστρ.). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ἡλιωδῶς</i> (Μ)<br />[[κατά]] την [[ομοιότητα]] του ήλιου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ηλι</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ωδης</i> ([[πρβλ]]. <i>ακανθ</i>-<i>ώδης</i>, <i>κυματ</i>-<i>ώδης</i>)].
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἡλιώδης:''' Arst. = [[ἡλιοειδής]].
|elrutext='''ἡλιώδης:''' Arst. = [[ἡλιοειδής]].
}}
}}

Revision as of 16:20, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἡλῐώδης Medium diacritics: ἡλιώδης Low diacritics: ηλιώδης Capitals: ΗΛΙΩΔΗΣ
Transliteration A: hēliṓdēs Transliteration B: hēliōdēs Transliteration C: iliodis Beta Code: h(liw/dhs

English (LSJ)

ες, A = ἡλιοειδής, εἴδωλον Chaerem.14.14; μῆλα Philostr. Im.1.6; κόμη Anon. ap. Eust.432.26.

German (Pape)

[Seite 1163] ες, = ἡλιοειδής, κόμη, Eust.

Greek (Liddell-Scott)

ἡλιώδης: -ες, = ἡλιοειδής, Χαιρήμ. παρ’ Ἀθην. 608C.

Greek Monolingual

ἡλιώδης, -ες (Α)
αυτός που μοιάζει με τον ήλιο, ο ηλιοειδής («μῆλα ἡλιώδη, Φιλόστρ.).
επίρρ...
ἡλιωδῶς (Μ)
κατά την ομοιότητα του ήλιου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηλι(ο)- + κατάλ. -ωδης (πρβλ. ακανθ-ώδης, κυματ-ώδης)].

Russian (Dvoretsky)

ἡλιώδης: Arst. = ἡλιοειδής.