ὀμιχλώδης: Difference between revisions

From LSJ

Κρίνει φίλους ὁ καιρός, ὡς χρυσὸν τὸ πῦρ → Aurum probatur igne, amicus tempore → Der Zeitpunkt sondert Freunde, wie das Feuer Gold

Menander, Monostichoi, 276
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=omichlodis
|Transliteration C=omichlodis
|Beta Code=o)mixlw/dhs
|Beta Code=o)mixlw/dhs
|Definition=<span class="sense"><span class="bld">A</span> v. [[ὀμιχλοειδής]].</span>
|Definition=v. [[ὀμιχλοειδής]].
}}
}}
{{ls
{{ls

Latest revision as of 10:56, 24 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀμιχλώδης Medium diacritics: ὀμιχλώδης Low diacritics: ομιχλώδης Capitals: ΟΜΙΧΛΩΔΗΣ
Transliteration A: omichlṓdēs Transliteration B: omichlōdēs Transliteration C: omichlodis Beta Code: o)mixlw/dhs

English (LSJ)

v. ὀμιχλοειδής.

Greek (Liddell-Scott)

ὀμιχλώδης: -ες, = ὀμιχλοειδής, ὃ ἴδε.

Greek Monolingual

-ες (Α ὀμιχλώδης και ὁμιχλώδης, -ῶδες) ομίχλη
γεμάτος ομίχλη («οὔσης δὲ τῆς ἡμέρας ὀμιχλώδους διαφερόντως», Πολ.)
νεοελλ.
φρ. «ομιχλώδης έρημος»
γεωλ. περιοχή της χέρσου που καλύπτεται από ομίχλη κατά τη μεγαλύτερη διάρκεια του έτους αλλά δέχεται ελάχιστες ή καθόλου βροχοπτώσεις.