ὀξυτονέω: Difference between revisions

From LSJ

αὐτόματοι δ' ἀγαθοὶ ἀγαθῶν ἐπὶ δαῖτας ἴασιautomatically do the noble go to the feasts of the noble

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
mNo edit summary
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀξῠτονέω''': [[ἀπολήγω]] εἰς ὀξύ, Γρηγ. Ναζ. ΙΙ. μεταβ, [[προφέρω]] ὀξυτόνως ἢ [[τίθημι]] ὀξὺν τόνον ἐπὶ τῆς ληγούσης λέξεως, Ἀθήν. 400Β· ὡς τὸ [[ὀξύνω]]. Ρημ. ἐπίθ. ὀξυτονητέον, δεῖ ὀξυτονεῖν, Α. Β. 457, 12.
|lstext='''ὀξῠτονέω''': [[ἀπολήγω]] εἰς ὀξύ, Γρηγ. Ναζ. ΙΙ. μεταβ, [[προφέρω]] ὀξυτόνως ἢ [[τίθημι]] ὀξὺν τόνον ἐπὶ τῆς ληγούσης λέξεως, Ἀθήν. 400Β· ὡς τὸ [[ὀξύνω]]. Ρημ. ἐπίθ. [[ὀξυτονητέον]], δεῖ [[ὀξυτονεῖν]], Α. Β. 457, 12.
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ὀξῠτονέω:''' грам. ставить острое ударение на последнем слоге.
|elrutext='''ὀξῠτονέω:''' грам. ставить острое ударение на последнем слоге.
}}
{{grml
|mltxt=(Α [[ὀξυτονῶ]], [[ὀξυτονέω]]) [[οξύτονος]]<br />[[βάζω]] [[οξεία]] στη [[λήγουσα]] μιας λέξης, [[τονίζω]] μια [[λέξη]] στη [[λήγουσα]] με [[οξεία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[προφέρω]] [[κάτι]] με οξύ τόνο<br /><b>2.</b> <b>μουσ.</b> [[παράγω]] υψηλούς τόνους<br /><b>3.</b> [[απολήγω]] σε οξύ [[άκρο]].
}}
}}

Revision as of 12:21, 20 January 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀξῠτονέω Medium diacritics: ὀξυτονέω Low diacritics: οξυτονέω Capitals: ΟΞΥΤΟΝΕΩ
Transliteration A: oxytonéō Transliteration B: oxytoneō Transliteration C: oksytoneo Beta Code: o)cutone/w

English (LSJ)

A pronounce with an acute accent, i. e. on the last syllable, τὴν λέξιν Ath.9.400b, cf. Ph.1.243, Cleonid.Harm.12, A.D.Synt.264.4 :—Pass., Id.Pron.29.3, al., Gal.18(2).518. 2 in Music, make high-pitched, τοὺς φθόγγους Nicom.Harm.10.

German (Pape)

[Seite 355] spitz zugehen, auslaufen, Sp. – Bei den Gramm. mit dem Akut die letzte Sylbe bezeichnen u. aussprechen.

Greek (Liddell-Scott)

ὀξῠτονέω: ἀπολήγω εἰς ὀξύ, Γρηγ. Ναζ. ΙΙ. μεταβ, προφέρω ὀξυτόνως ἢ τίθημι ὀξὺν τόνον ἐπὶ τῆς ληγούσης λέξεως, Ἀθήν. 400Β· ὡς τὸ ὀξύνω. Ρημ. ἐπίθ. ὀξυτονητέον, δεῖ ὀξυτονεῖν, Α. Β. 457, 12.

Russian (Dvoretsky)

ὀξῠτονέω: грам. ставить острое ударение на последнем слоге.

Greek Monolingual

ὀξυτονῶ, ὀξυτονέω) οξύτονος
βάζω οξεία στη λήγουσα μιας λέξης, τονίζω μια λέξη στη λήγουσα με οξεία
αρχ.
1. προφέρω κάτι με οξύ τόνο
2. μουσ. παράγω υψηλούς τόνους
3. απολήγω σε οξύ άκρο.