ὁμηλικία: Difference between revisions

From LSJ

ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "</span> ;" to "</span>;")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=omilikia
|Transliteration C=omilikia
|Beta Code=o(mhliki/a
|Beta Code=o(mhliki/a
|Definition=Ion. <b class="b3">-ιη</b>, ἡ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[sameness of age]] (so perh. <span class="bibl">Il.20.465</span>), used as a collective, [[those of the same age]], esp. of young persons, ὁμηλικίην ἐρατεινήν <span class="bibl">Il.3.175</span> ; ὃν περὶ πάσης τῖεν ὁμηλικίης <span class="bibl">5.326</span>, cf. <span class="bibl">Od. 3.364</span>, <span class="bibl">Thgn.1018</span> ; οἶος -ίην ἐκέκαστο ὄρνιθας γνῶναι <span class="bibl">Od.2.158</span>, cf. <span class="bibl">Il.13.431</span> : as subj. of pl. verb, <span class="title">Supp.Epigr.</span>1.567.6 (Karanis, iii B.C.). </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> of one person, = [[ὁμῆλιξ]], ὁμηλικίη δ' ἐμοὶ αὐτῷ but he is [[of the same age with]] myself, <span class="bibl">Od.3.49</span> ; ὁ. δέ μοί ἐσσι <span class="bibl">22.209</span>, cf. <span class="bibl">6.23</span> ; of two persons, <span class="bibl">Il.13.485</span>.</span>
|Definition=Ion. <b class="b3">-ιη</b>, ἡ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[sameness of age]] (so perh. <span class="bibl">Il.20.465</span>), used as a collective, [[those of the same age]], esp. of young persons, ὁμηλικίην ἐρατεινήν <span class="bibl">Il.3.175</span>; ὃν περὶ πάσης τῖεν ὁμηλικίης <span class="bibl">5.326</span>, cf. <span class="bibl">Od. 3.364</span>, <span class="bibl">Thgn.1018</span>; οἶος -ίην ἐκέκαστο ὄρνιθας γνῶναι <span class="bibl">Od.2.158</span>, cf. <span class="bibl">Il.13.431</span> : as subj. of pl. verb, <span class="title">Supp.Epigr.</span>1.567.6 (Karanis, iii B.C.). </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> of one person, = [[ὁμῆλιξ]], ὁμηλικίη δ' ἐμοὶ αὐτῷ but he is [[of the same age with]] myself, <span class="bibl">Od.3.49</span>; ὁ. δέ μοί ἐσσι <span class="bibl">22.209</span>, cf. <span class="bibl">6.23</span>; of two persons, <span class="bibl">Il.13.485</span>.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 18:00, 22 May 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁμηλῐκία Medium diacritics: ὁμηλικία Low diacritics: ομηλικία Capitals: ΟΜΗΛΙΚΙΑ
Transliteration A: homēlikía Transliteration B: homēlikia Transliteration C: omilikia Beta Code: o(mhliki/a

English (LSJ)

Ion. -ιη, ἡ, A sameness of age (so perh. Il.20.465), used as a collective, those of the same age, esp. of young persons, ὁμηλικίην ἐρατεινήν Il.3.175; ὃν περὶ πάσης τῖεν ὁμηλικίης 5.326, cf. Od. 3.364, Thgn.1018; οἶος -ίην ἐκέκαστο ὄρνιθας γνῶναι Od.2.158, cf. Il.13.431 : as subj. of pl. verb, Supp.Epigr.1.567.6 (Karanis, iii B.C.). II of one person, = ὁμῆλιξ, ὁμηλικίη δ' ἐμοὶ αὐτῷ but he is of the same age with myself, Od.3.49; ὁ. δέ μοί ἐσσι 22.209, cf. 6.23; of two persons, Il.13.485.

German (Pape)

[Seite 330] ἡ, das gleiche Alter; bes. collectiv, die Menschen von gleichem Alter, gleicher Jugend, die Gespielen, πᾶσαν γὰρ ὁμηλικίην ἐκέκαστο κάλλεϊ καὶ ἔργοισιν, Il. 13, 431; λιποῦσα ὁμηλικίην ἐρατεινήν, 3, 175; vgl. 5, 326 Od. 2, 158; auch von Einzelnen, ὁμηλικίη δ' ἐμοὶ αὐτῷ, mit mir gleichaltrig, 3, 49. 6, 23. 22, 209, was man fälschlich als fem. von einem nicht vorkommenden ὁμηλίκιος genommen hat; εἰ γὰρ ὁμηλικίη τε γενοίμεθα τῷδ' ἐπὶ θυμῷ, wenn wir bei dieser Gesinnung gleichaltrig wären, Il. 13, 485; Theogn. 1018.

Greek (Liddell-Scott)

ὁμηλῐκία: Ἰων. -ίη, ἡ, ταυτότης ἡλικίας, μάλιστα ἐπὶ νέων τὴν ἡλικίαν ἀνθρώπων· καὶ ὡς περιληπτικόν, οἱ τὴν αὐτὴν ἡλικίαν ἔχοντες, ὁμήλικοι, φίλοι, «σύντροφοι», ὁμηλικίην ἐρατεινὴν Ἰλ. Γ. 175· ὃν περὶ πάσης τῖεν ὁμηλικίης Ε. 326, πρβλ. Θέογν. 1018· περὶ τοῦ ὁμηλικίην ἐκέκαστο ἐν Ὀδ. Β. 158, ἴδε ἐν λ. καίνυμαι. ΙΙ. λεγόμενον πρὸς γυναῖκα, = ὁμῆλιξ, τῆς αὐτῆς ἡλικίας, ὁμηλικίη δέ μοι αὐτῷ Ὀδ. Γ. 49· ὁμ. δέ μοί ἐσσι Χ. 209.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 égalité d’âge;
2 collect. ceux du même âge, les contemporains ; p. ext., au sg. contemporain de, τινι.
Étymologie: ὁμῆλιξ.

Greek Monolingual

ὁμηλικία και ιων. τ. ὁμηλικίη, ἡ (Α) ομήλιξ
1. σύμπτωση, ταύτιση ηλικίας
2. (ως περιλπτ.) σύνολο, νεαρών ιδίως, ατόμων που έχουν την ίδια ηλικία.

Greek Monotonic

ὁμηλῐκία: Ιων. -ίη, ἡ,
I. το να έχει κάποιος την ίδια ηλικία με κάποιον άλλο, ιδίως λέγεται για νέους· και, ως περιληπτικό, συνομήλικοι, φίλοι, σύντροφοι κάποιου, σε Όμηρ., Θέογν.
II. όταν απευθύνεται σε γυναίκα, =ὁμῆλιξ, ὁμηλικίη δέ μοι αὐτῷ, μα εσύ έχεις την ίδια ηλικία με μένα, σε Ομήρ. Οδ.

Russian (Dvoretsky)

ὁμηλῐκία: эп.-ион. ὁμηλῐκίη ἡ
1) одинаковый возраст (εἰ ὁμηλικίῃ γενοίμεθα Hom.);
2) ровесник, ровесница (ὁ. δέ μοί ἐσσι Hom.);
3) собир. ровесники, сверстники: ὃν περὶ πάσης τῖεν ὁμηλικίης Hom. которого он чтил больше всех своих сверстников.

Middle Liddell

ὁμ-ηλῐκία, ἡ,
I. sameness of age, esp. of young persons; and as a collective, those of the same age, one's friends, comrades, Hom., Theogn.
II. addressed to a female, = ὁμῆλιξ, ὁμηλικίη δέ μοι αὐτῷ but thou art of the same age with myself, Od.