ὑπερθεματίζω: Difference between revisions

From LSJ

τῶν ἁλῶν συγκατεδηδοκέναι μέδιμνον → have eaten a bushel of salt together

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "Gloss" to "Gloss")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=yperthematizo
|Transliteration C=yperthematizo
|Beta Code=u(perqemati/zw
|Beta Code=u(perqemati/zw
|Definition=<span class="sense"><span class="bld">A</span> [[overbid]], [[Gloss]]., Dosith.p.431 K., Priscian. <b class="b2">de xii vers.Aen</b>.116 (p.486 K.).</span>
|Definition=<span class="sense"><span class="bld">A</span> [[overbid]], Gloss., Dosith.p.431 K., Priscian. <b class="b2">de xii vers.Aen</b>.116 (p.486 K.).</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 19:26, 2 February 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπερθεμᾰτίζω Medium diacritics: ὑπερθεματίζω Low diacritics: υπερθεματίζω Capitals: ΥΠΕΡΘΕΜΑΤΙΖΩ
Transliteration A: hyperthematízō Transliteration B: hyperthematizō Transliteration C: yperthematizo Beta Code: u(perqemati/zw

English (LSJ)

A overbid, Gloss., Dosith.p.431 K., Priscian. de xii vers.Aen.116 (p.486 K.).

German (Pape)

[Seite 1196] überbieten, Sp.

Greek Monolingual

ὑπερθεματίζω ΝΜ
προσφέρω την πιο υψηλή τιμή σε πλειστηριασμό, πλειοδοτώ
νεοελλ.
μτφ. υπερβάλλω, ξεπερνώ, τονίζω ακόμη περισσότερο («ο κ. υπουργός εγκρίνει τις δηλώσεις τών υφισταμένων του και υπερθεματίζει»)
μσν.
προχωρώ πέρα από το θέμα, από την επαρχία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η πρώτη, κοινή σημ. < ὑπέρθεμα, -ατος. Για τη νεοελλ. σημ. πρβλ. αναθεματίζω, ενώ η μσν. σημ. < θέμα «επαρχία»].