ὑπευνάομαι: Difference between revisions

From LSJ

πείθεται πᾶς ἥδιον ἢ βιάζεται (Dio Cassius, Historiae Romanae 8.36.3) → it's always more pleasant to be persuaded than to be forced

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "v. l." to "v.l.")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1205.png Seite 1205]] pass., ὑπευνηθεῖσα v. l. bei Hes. Th. 374, wo richtiger ὑποδμηθεῖσα geschrieben wird, – 1) darunter gebettet, dem Manne unterworfen werden. – 2) unterbettet sein mit Etwas, τινί, dah. es unter sich haben, Nic. Al. 294 ὀρταλὶς νεοσσοῖς ὑπευνηθεῖσα.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1205.png Seite 1205]] pass., ὑπευνηθεῖσα [[varia lectio|v.l.]] bei Hes. Th. 374, wo richtiger ὑποδμηθεῖσα geschrieben wird, – 1) darunter gebettet, dem Manne unterworfen werden. – 2) unterbettet sein mit Etwas, τινί, dah. es unter sich haben, Nic. Al. 294 ὀρταλὶς νεοσσοῖς ὑπευνηθεῖσα.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑπευνάομαι''': Παθ. ([[εὐνάω]]) μόνον ἐν τῷ θηλ. τῆς μετοχ. ἀορ. ὑπευνηθεῖσα ὡς διάφορ. γραφ. ἐν Ἡσ. Θεογ. 374 ([[ἔνθα]] ἡ ὀρθὴ γραφὴ [[εἶναι]] ὑποδμηθεῖσα), εὐνηθεῖσα ὑπὸ ἄνδρα, [[ἔγκυος]]. ΙΙ. ἔχω τι [[ὑποκάτω]] μου ὡς εὐνὴν ἢ κλίνην, εἶμαι πλαγιασμένη ἐπί τινος, ἢ ἐπικάθημαι, ὀρταλὶς νεοσσοῖς ὑπευνηθεῖσα Νικάνδρ. Ἀλεξιφ. 294.
|lstext='''ὑπευνάομαι''': Παθ. ([[εὐνάω]]) μόνον ἐν τῷ θηλ. τῆς μετοχ. ἀορ. ὑπευνηθεῖσα ὡς διάφορ. γραφ. ἐν Ἡσ. Θεογ. 374 ([[ἔνθα]] ἡ ὀρθὴ γραφὴ [[εἶναι]] ὑποδμηθεῖσα), εὐνηθεῖσα ὑπὸ ἄνδρα, [[ἔγκυος]]. ΙΙ. ἔχω τι [[ὑποκάτω]] μου ὡς εὐνὴν ἢ κλίνην, εἶμαι πλαγιασμένη ἐπί τινος, ἢ ἐπικάθημαι, ὀρταλὶς νεοσσοῖς ὑπευνηθεῖσα Νικάνδρ. Ἀλεξιφ. 294.
}}
}}

Revision as of 12:30, 9 January 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπευνάομαι Medium diacritics: ὑπευνάομαι Low diacritics: υπευνάομαι Capitals: ΥΠΕΥΝΑΟΜΑΙ
Transliteration A: hypeunáomai Transliteration B: hypeunaomai Transliteration C: ypevnaomai Beta Code: u(peuna/omai

English (LSJ)

Pass., (εὐνάω) only in fem. part. aor. ὑπευνηθεῖσα, A in wedlock with, Φοίβῳ ὑ. (v.l. ὑπευνασθεῖσα) Orac. ap. Eus.PE3.14. II to be under-bedded with a thing, i. e. lying or sitting upon, ὀρταλὶς . . ὑπευνηθεῖσα νεοσσοῖς Nic.Al.294 (ὑπευνασθεῖσα cod. opt.).

German (Pape)

[Seite 1205] pass., ὑπευνηθεῖσα v.l. bei Hes. Th. 374, wo richtiger ὑποδμηθεῖσα geschrieben wird, – 1) darunter gebettet, dem Manne unterworfen werden. – 2) unterbettet sein mit Etwas, τινί, dah. es unter sich haben, Nic. Al. 294 ὀρταλὶς νεοσσοῖς ὑπευνηθεῖσα.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπευνάομαι: Παθ. (εὐνάω) μόνον ἐν τῷ θηλ. τῆς μετοχ. ἀορ. ὑπευνηθεῖσα ὡς διάφορ. γραφ. ἐν Ἡσ. Θεογ. 374 (ἔνθα ἡ ὀρθὴ γραφὴ εἶναι ὑποδμηθεῖσα), εὐνηθεῖσα ὑπὸ ἄνδρα, ἔγκυος. ΙΙ. ἔχω τι ὑποκάτω μου ὡς εὐνὴν ἢ κλίνην, εἶμαι πλαγιασμένη ἐπί τινος, ἢ ἐπικάθημαι, ὀρταλὶς νεοσσοῖς ὑπευνηθεῖσα Νικάνδρ. Ἀλεξιφ. 294.