ὑποπόλιος: Difference between revisions

From LSJ

τὸν νέον τίνα οἴει καρδίαν ἴσχειν → what do you think are his feelings

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "Ἡρακλ" to "Ἡρακλ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑποπόλιος''': -ον, ὀλίγον τι [[πολιός]], Λουκ. Προλαλιὰ ἢ [[Ἡρακλ]]. 8, Πολυδ. Β΄, 12.
|lstext='''ὑποπόλιος''': -ον, ὀλίγον τι [[πολιός]], Λουκ. Προλαλιὰ ἢ Ἡρακλ. 8, Πολυδ. Β΄, 12.
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Revision as of 16:58, 14 January 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑποπόλιος Medium diacritics: ὑποπόλιος Low diacritics: υποπόλιος Capitals: ΥΠΟΠΟΛΙΟΣ
Transliteration A: hypopólios Transliteration B: hypopolios Transliteration C: ypopolios Beta Code: u(popo/lios

English (LSJ)

ον, A somewhat grey, Anacr.25, Poll.2.12.

German (Pape)

[Seite 1229] etwas grau, bes. vom Haupthaare, Luc. Herc. 8.

Greek (Liddell-Scott)

ὑποπόλιος: -ον, ὀλίγον τι πολιός, Λουκ. Προλαλιὰ ἢ Ἡρακλ. 8, Πολυδ. Β΄, 12.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
grisonnant.
Étymologie: ὑπό, πολιός.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
(για πρόσ.) αυτός που έχει κάπως γκρίζα μαλλιά, που άρχισε να ασπρίζει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + πολιός «γκρίζος, φαιός»].

Greek Monotonic

ὑποπόλιος: -ον, κάπως γκρίζος, γκριζωπός, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

ὑποπόλιος: седоватый, с проседью Anacr., Luc.

Middle Liddell

ὑπο-πόλιος, ον,
somewhat gray, Luc.