ὑποπτυχίς: Difference between revisions
εἰς ἀναισχύντους θήκας ἐτράποντο → they resorted to disgraceful modes of burial, they lost all shame in the burial of the dead
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - " τοῡ " to " τοῦ ") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-[[ίδος]], ἡ, Α<br />[[πτυχή]] [[κάτω]] από [[κάτι]] («ἀκοντισθεὶς μὲν ὑπὸ τὴν ὑποπτυχίδα | |mltxt=-[[ίδος]], ἡ, Α<br />[[πτυχή]] [[κάτω]] από [[κάτι]] («ἀκοντισθεὶς μὲν ὑπὸ τὴν ὑποπτυχίδα τοῦ [[θώρακος]] οὐκ ἐτρώθη», <b>Πλούτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[πτυχή]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ίς</i>, -[[ίδος]] (<b>πρβλ.</b> <i>ψηφ</i>-<i>ίς</i>)]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 18:55, 25 March 2021
English (LSJ)
ίδος, ἡ, A joint, τοῦ θώρακος Plu.Alex.16.
German (Pape)
[Seite 1230] ίδος, ἡ, Falte, Fuge, θώρακος, Plut. Alex. 16.
Greek (Liddell-Scott)
ὑποπτῠχίς: -ίδος, ἡ, «τὸ μέρος ὅπου πτύσεται ὁ θώραξ παρὰ τὸν βουβῶνα» (Κοραῆς), ἀκοντισθεὶς μὲν ὑπὸ τὴν ὑποπτυχίδα τοῦ θώρακος οὐκ ἐτρώθη Πλουτ. Ἀλέξ. 16.
French (Bailly abrégé)
ίδος (ἡ) :
pli en dessous ; θώρακος PLUT défaut de la cuirasse.
Étymologie: ὑπό, πτύσσω.
Greek Monolingual
-ίδος, ἡ, Α
πτυχή κάτω από κάτι («ἀκοντισθεὶς μὲν ὑπὸ τὴν ὑποπτυχίδα τοῦ θώρακος οὐκ ἐτρώθη», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + πτυχή + κατάλ. -ίς, -ίδος (πρβλ. ψηφ-ίς)].
Greek Monotonic
ὑποπτῠχίς: -ίδος, ἡ (πτυχή), κλείδωση, άρθρωση, τοῦ θώρακος, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
ὑποπτῠχίς: ίδος ἡ сгиб, шов (τοῦ θώρακος Plut.).