ὑψιμέλαθρος: Difference between revisions
κορυδός ἐν ἀμούσοις φθέγγεται → a lark sings amid the songless | in the land of the blind, the one-eyed man is king | in the country of the blind, the one-eyed man is king | in the valley of the blind, the one-eyed man is king
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3") |
||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ὑψιμέλαθρος:''' высоко построенный ([[αὔλιον]] HH). | |elrutext='''ὑψιμέλαθρος:''' [[высоко построенный]] ([[αὔλιον]] HH). | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=ὑψῐ-μέλαθρος, ον, [[μέλαθρον]]<br />[[high]]-built, Hhymn. | |mdlsjtxt=ὑψῐ-μέλαθρος, ον, [[μέλαθρον]]<br />[[high]]-built, Hhymn. | ||
}} | }} |
Revision as of 14:50, 20 August 2022
English (LSJ)
ον, A high-built, h. Merc.103, 134,399; Διὸς ὑ. κράτος Orph.H.5.1.
Greek (Liddell-Scott)
ὑψῐμέλαθρος: -ον, ὁ ὑψηλὰ ᾠκοδομημένος, ὑψηλός, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 103. 134, 399· Διὸς ὑψιμ. κράτος Ὀρφ. Ὕμν. 4. (5). 1.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 à la voûte élevée;
2 fig. dominant, souverain.
Étymologie: ὕψι, μέλαθρον.
Greek Monolingual
-ον, Α
1. ο ψηλά κτισμένος·2. (για τον Δία) αυτός που κατοικεί στα ύψη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψί «ψηλά» + μέλαθρον «μέγαρο» (πρβλ. πολυ-μέλαθρος)].
Greek Monotonic
ὑψῐμέλαθρος: -ον (μέλαθρον), χτισμένος, οικοδομημένος ψηλά, σε Ομηρ. Ύμν.
Russian (Dvoretsky)
ὑψιμέλαθρος: высоко построенный (αὔλιον HH).