Ῥαμνοῦς: Difference between revisions
Ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → Terrae, ubi versaris peregre, obsequere legibus → Als Fremder folge dem Gesetz des Gastlandes
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "οῡν" to "οῦν ") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο / Ῥαμνοῡς, - | |mltxt=ο / Ῥαμνοῡς, -οῦν | ||
τος, ΝΜΑ, και Ραμνούντας Ν<br />[[δήμος]] της Αιαντίδος φυλής, στη βορειοανατολική [[παραλία]] της Αττικής, [[πάνω]] στον Ευβοϊκό Κόλπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ῥάμνος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>οῦς</i> (<span style="color: red;"><</span> -<i>όεις</i>), <b>πρβλ.</b> <i>Σελην</i>-<i>οῦς</i>]. | |||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''Ῥαμνοῦς:''' οῦντος ὁ Рамнунт (дем в атт. филе [[Αἰαντίς]]): Ῥαμνοῦντι Lys. в Рамнунте. | |elrutext='''Ῥαμνοῦς:''' οῦντος ὁ Рамнунт (дем в атт. филе [[Αἰαντίς]]): Ῥαμνοῦντι Lys. в Рамнунте. | ||
}} | }} |
Revision as of 14:30, 27 March 2021
English (LSJ)
οῦντος (contr. from ῥαμνόεις), ὁ, Rhamnus, a deme in Attica (named from the ῥάμνοι growing in it), ἡ ἐν Ῥ. θεός, i.e. Nemesis, Paus.1.33.2, cf. Str.9.1.17 and 22; Ῥαμνοῦντι, not ἐν Ῥ., A at Rhamnus, Lys.19.28, etc.—Hence Ῥαμνούσιος, α, ον, Rhamnusian, Aeschin.1.157, etc.; ἡ Ῥαμνουσία, epith. of Nemesis from her temple at Rhamnus, Hsch., etc.; also Ῥαμνουσίς, ίδος, ἡ, Call.Dian. 232; Ῥαμνουσιάς, άδος, ἡ, IG14.1389 ii 2.
Greek (Liddell-Scott)
Ῥαμνοῦς: -οῦντος, (συνηρ. ἐκ τοῦ ῥαμνόεις), ὁ, δῆμος τῆς Ἀττικῆς (κληθεὶς οὕτως ἐκ τῶν ἐν αὐτῷ φυομένων ῥάμνων), ἡ ἐν Ῥαμν.· θεός, δηλ. ἡ Νέμεσις, Παυσ. 1. 33, 2, πρβλ. Στράβ. 396, 399, Wordsw. Athens and Att. σ. 43· Ῥαμνοῦντι, οὐχὶ ἐν Ῥαμνοῦντι, Cobet V. LL. σ. 201. ― Ἐντεῦθεν Ῥαμνούσιος, α, ον, Ρήτορες: ἡ Ῥαμνουσία, ἐπίθετ. τῆς Νεμέσεως ἐκ τοῦ ὅτι «ἐν Ραμνοῦντι Νεμέσεως ἵδρυτο ἄγαλμα δεκάπηχυ, ὁλόλιθον, ἔργον Φειδίου, ἔχον ἐν τῇ χειρὶ μηλέας κλάδον» Ἡσύχ., κλ. ὡσαύτως Ῥαμνουσίς, -ίδος, ἡ, Καλλ. εἰς Ἄρτ. 232· Ῥαμνουσιάς, -άδος, ἡ, Ἀνθ. Π. παράρτ. 50. 2.
French (Bailly abrégé)
οῦντος (ὁ) :
Rhamnonte, dème attique de la tribu Æantide.
Greek Monolingual
ο / Ῥαμνοῡς, -οῦν
τος, ΝΜΑ, και Ραμνούντας Ν
δήμος της Αιαντίδος φυλής, στη βορειοανατολική παραλία της Αττικής, πάνω στον Ευβοϊκό Κόλπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥάμνος + κατάλ. -οῦς (< -όεις), πρβλ. Σελην-οῦς].
Russian (Dvoretsky)
Ῥαμνοῦς: οῦντος ὁ Рамнунт (дем в атт. филе Αἰαντίς): Ῥαμνοῦντι Lys. в Рамнунте.