διατονικός: Difference between revisions

From LSJ

καὶ τὸ σιγᾶν πολλάκις ἐστὶ σοφώτατον ἀνθρώπῳ νοῆσαι → and silence is often the wisest thing for a man to heed, and often is man's best wisdom to be silent, and often keeping silent is the wisest thing for a man to heed

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+), (\w+)<\/b>" to "$1, $2")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=diatonikos
|Transliteration C=diatonikos
|Beta Code=diatoniko/s
|Beta Code=diatoniko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><span class="bld">A</span> = [[διάτονος]] ''ΙΙ'', [[εἶδος]], [[γένος]], <span class="bibl">Ph.1.321</span>, Aristid. Quint.2.19; διάστημα <span class="bibl">Cleonid.<span class="title">Harm.</span>5</span>. Adv. -κῶς <span class="bibl">Nicom.<span class="title">Harm.</span> 11.2</span>.</span>
|Definition=ή, όν, = [[διάτονος]] ''ΙΙ'', [[εἶδος]], [[γένος]], <span class="bibl">Ph.1.321</span>, Aristid. Quint.2.19; διάστημα <span class="bibl">Cleonid.<span class="title">Harm.</span>5</span>. Adv. -κῶς <span class="bibl">Nicom.<span class="title">Harm.</span> 11.2</span>.
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 22:30, 23 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διατονικός Medium diacritics: διατονικός Low diacritics: διατονικός Capitals: ΔΙΑΤΟΝΙΚΟΣ
Transliteration A: diatonikós Transliteration B: diatonikos Transliteration C: diatonikos Beta Code: diatoniko/s

English (LSJ)

ή, όν, = διάτονος ΙΙ, εἶδος, γένος, Ph.1.321, Aristid. Quint.2.19; διάστημα Cleonid.Harm.5. Adv. -κῶς Nicom.Harm. 11.2.

German (Pape)

[Seite 607] ή, όν, diatonisch; γένος, in der Musik, Arist. Quint. u. a. Mus.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
I 1mús. diatónico εἶδος Ph.1.321, γένος Ph.1.245, Dam.Isid.127, διάστημα Cleonid.Harm.5, cf. Ph.1.111, Anon.Bellerm.26.
2 arq. reforzado por perpiaños, opus diatonicum, Plin.HN 36.172, cf. διάτονος.
II adv. -ῶς diatónicamente (λύρα) δ. ... τεταγμένη Nicom.Harm.11.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM διατονικός, -ή, -όν) διάτονος
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο διατονικό ή στο διάτονο
2. μουσικός όρος που χαρακτηρίζει τις σχέσεις μεταξύ γειτονικών φυσικών φθόγγων στη μείζονα και ελάσσονα κλίμακα, αντίθετα από τη χρωματική κλίμακα
αρχ.
διάτονος.