διατονικός
οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
English (LSJ)
διατονική, διατονικόν, = διάτονος ΙΙ, εἶδος, γένος, Ph.1.321, Aristid. Quint.2.19; διάστημα Cleonid.Harm.5. Adv. διατονικῶς Nicom.Harm. 11.2.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
I 1mús. diatónico εἶδος Ph.1.321, γένος Ph.1.245, Dam.Isid.127, διάστημα Cleonid.Harm.5, cf. Ph.1.111, Anon.Bellerm.26.
2 arq. reforzado por perpiaños, opus diatonicum, Plin.HN 36.172, cf. διάτονος.
II adv. -ῶς diatónicamente (λύρα) δ. ... τεταγμένη Nicom.Harm.11.
German (Pape)
[Seite 607] ή, όν, diatonisch; γένος, in der Musik, Arist. Quint. u. a. Mus.
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM διατονικός, -ή, -όν) διάτονος
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο διατονικό ή στο διάτονο
2. μουσικός όρος που χαρακτηρίζει τις σχέσεις μεταξύ γειτονικών φυσικών φθόγγων στη μείζονα και ελάσσονα κλίμακα, αντίθετα από τη χρωματική κλίμακα
αρχ.
διάτονος.