μελίφθογγος: Difference between revisions

From LSJ
Cicero, Tusculanarum Disputationum, I.45.109
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+), (\w+)<\/b>" to "$1, $2")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[μελίφθογγος]], -ον)<br />αυτός που έχει γλυκιά [[φωνή]], [[γλυκύφωνος]] («μελίφθογγοι δ' επιτρέψοντι Μοῑσαι», <b>Πίνδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέλι]] <span style="color: red;">+</span> -<i>φθογγος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φθόγγος]] ή [[φθογγή]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>καλλί</i>-<i>φθογγος</i>, <i>λαθί</i>-<i>φθογγος</i>)].
|mltxt=-η, -ο (Α [[μελίφθογγος]], -ον)<br />αυτός που έχει γλυκιά [[φωνή]], [[γλυκύφωνος]] («μελίφθογγοι δ' επιτρέψοντι Μοῑσαι», <b>Πίνδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέλι]] <span style="color: red;">+</span> -<i>φθογγος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φθόγγος]] ή [[φθογγή]]), [[πρβλ]]. <i>καλλί</i>-<i>φθογγος</i>, <i>λαθί</i>-<i>φθογγος</i>)].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 15:07, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελίφθογγος Medium diacritics: μελίφθογγος Low diacritics: μελίφθογγος Capitals: ΜΕΛΙΦΘΟΓΓΟΣ
Transliteration A: melíphthongos Transliteration B: meliphthongos Transliteration C: melifthoggos Beta Code: meli/fqoggos

English (LSJ)

ον, A honey-voiced, Μοῖσαι, ἀοιδαί, Pi.O.6.21, I.2.7.

German (Pape)

[Seite 125] dasselbe; Τερψιχόρα, Pind. I. 2, 7, Μοῖσαι, Ol. 6, 21, ἀοιδαί, I. 5, 8, u. öfter bei sp. D.

Greek (Liddell-Scott)

μελίφθογγος: -ον, ὁ ἔχων φωνὴν μελιτώδη, ἡδεῖαν, Μοῖσαι, ἀοιδαὶ Πινδ. Ο. 6. 36, Ι. 2. 12.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
au son doux comme le miel.
Étymologie: μέλι, φθέγγω.

English (Slater)

μελίφθογγος, -ον
   1 honey-voiced μελίφθογγοι Μοῖσαι (O. 6.21) μελιφθόγγου ποτὶ Τερψιχόρας (Heyne: -φθογγοι codd.) (I. 2.7) μελιφθόγγοις ἀοιδαῖς (I. 6.9)

Greek Monolingual

-η, -ο (Α μελίφθογγος, -ον)
αυτός που έχει γλυκιά φωνή, γλυκύφωνος («μελίφθογγοι δ' επιτρέψοντι Μοῑσαι», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλι + -φθογγος (< φθόγγος ή φθογγή), πρβλ. καλλί-φθογγος, λαθί-φθογγος)].

Greek Monotonic

μελίφθογγος: -ον (φθογγή), αυτός που έχει φωνή γλυκιά σαν μέλι, σε Πίνδ.

Russian (Dvoretsky)

μελίφθογγος: (ῐ) сладкогласный (Μοῖσαι, ἀοιδαί Pind.).

Middle Liddell

μελί-φθογγος, ον φθογγή
honey-voiced, Pind.