ἰνώδης: Difference between revisions

From LSJ

Βλάπτει τὸν ἄνδρα θυμὸς εἰς ὀργὴν πεσών → Nociva res est animus irae traditus → Es schadet, wenn des Mannes Sinn dem Zorn verfällt

Menander, Monostichoi, 71
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+), (\w+)<\/b>" to "$1, $2")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ες (Α [[ἰνώδης]], -ῶδες)<br />αυτός που έχει πολλές ίνες ή αυτός που σχηματίζεται από τη [[συνένωση]] ινών («[[ινώδης]] [[ιστός]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το ινώδες</i><br />δυσδιάλυτη [[πρωτεΐνη]] που προκύπτει από το [[ινωδογόνο]] [[κατά]] τη [[διάρκεια]] του σχηματισμού του, όταν πήζει το [[αίμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἴς</i>, <i>ἰνός</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ώδης</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>μυ</i>-<i>ώδης</i>, <i>νευρ</i>-<i>ώδης</i>)].
|mltxt=-ες (Α [[ἰνώδης]], -ῶδες)<br />αυτός που έχει πολλές ίνες ή αυτός που σχηματίζεται από τη [[συνένωση]] ινών («[[ινώδης]] [[ιστός]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το ινώδες</i><br />δυσδιάλυτη [[πρωτεΐνη]] που προκύπτει από το [[ινωδογόνο]] [[κατά]] τη [[διάρκεια]] του σχηματισμού του, όταν πήζει το [[αίμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἴς</i>, <i>ἰνός</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ώδης</i> ([[πρβλ]]. <i>μυ</i>-<i>ώδης</i>, <i>νευρ</i>-<i>ώδης</i>)].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 16:19, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰνώδης Medium diacritics: ἰνώδης Low diacritics: ινώδης Capitals: ΙΝΩΔΗΣ
Transliteration A: inṓdēs Transliteration B: inōdēs Transliteration C: inodis Beta Code: i)nw/dhs

English (LSJ)

[ῑ], ες, A fibrous, of parts of animals, X.Cyn.4.1, Arist.HA 497a21; ἰνωδέστατον αἷμα Id.PA651a3; of vegetables, φλοιός, φύλλον, Thphr.HP3.12.1,5, cf. Dsc.4.20; sinewy, X.Cyn.4.1.

Greek (Liddell-Scott)

ἰνώδης: ῑ, -ες, (εἶδος) πλήρης ἰνῶν, ἐπὶ μερῶν τοῦ σώματος ζῴου, Ξέν. Κυν. 4. 1, Ἀριστ. π. τ. Ζ. Ἱστ. 1. 17, 17· ἐπὶ τοῦ αἵματος, τὸ γὰρ αἷμα τούτων (δηλ. τῶν ταύρων καὶ κάπρων) ἰνωδέστατον ὁ αὐτ. π. Ζ. Μορ. 2. 4, 6· ἐπὶ φυτῶν ἢ λαχάνων, φλοιός, φύλον Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 12, 1 καὶ 5.

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
rempli de fibre, nerveux.
Étymologie: ἴς, -ωδης.

Greek Monolingual

-ες (Α ἰνώδης, -ῶδες)
αυτός που έχει πολλές ίνες ή αυτός που σχηματίζεται από τη συνένωση ινών («ινώδης ιστός»)
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το ινώδες
δυσδιάλυτη πρωτεΐνη που προκύπτει από το ινωδογόνο κατά τη διάρκεια του σχηματισμού του, όταν πήζει το αίμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἴς, ἰνός + κατάλ. -ώδης (πρβλ. μυ-ώδης, νευρ-ώδης)].

Greek Monotonic

ἰνώδης: [ῑ], -ες (εἶδος), γεμάτος από ίνες, ινώδης, λέγεται για μέρη του σώματος των ζώων, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ἰνώδης: (ῑ) [ἴς]
1) полный волокон, волокнистый (αἷμα Arst.);
2) жилистый, сильный, крепкий (κεφαλὴ κυνός Xen.; δεσμοί Arst.).

Middle Liddell

ἰ¯ν-ώδης, ες εἶδος
fibrous, of parts of animals, Xen.