τιμοῦχος: Difference between revisions
Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master
m (Text replacement - "(ἔχω)" to "(ἔχω)") |
m (Text replacement - "οῡται" to "οῦται") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και αιολ. τ. [[τιμῶχος]] και [[τιμάοχος]], ὁ, Α<br /><b>1.</b> αυτός στον οποίο αποδίδονται τιμές<br /><b>2.</b> [[τίτλος]] άρχοντα σε μερικές ελληνικές πόλεις («καὶ ὃς ἄν ἔξω τι τῶν τούτων ἱεροποιὸς παρασκευάσῃ ὑπὸ τῶν τιμούχων | |mltxt=και αιολ. τ. [[τιμῶχος]] και [[τιμάοχος]], ὁ, Α<br /><b>1.</b> αυτός στον οποίο αποδίδονται τιμές<br /><b>2.</b> [[τίτλος]] άρχοντα σε μερικές ελληνικές πόλεις («καὶ ὃς ἄν ἔξω τι τῶν τούτων ἱεροποιὸς παρασκευάσῃ ὑπὸ τῶν τιμούχων ζημιοῦται», <b>Αθήν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τιμή]] <span style="color: red;">+</span> -<i>οῦχος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ἔχω</i>), <b>πρβλ.</b> <i>τυμβ</i>-<i>οῦχος</i>]. | ||
}} | }} |
Revision as of 18:10, 26 March 2021
English (LSJ)
(properisp.), ον, (ἔχω) A having honour, h.Ven.31, h.Cer.268 (in form τιμάοχος). II the name of a magistrate in certain Greek cities, as Massilia, Str.4.1.5; Naucratis, Herm.Hist.2; Teos, SIG578.60 (ii B.C.); Lebedos, prob. in BCH52.165; Messene, Ael.Fr.39; applied to a woman, IG12(8).526 (Thasos): prob. title of officials of the Λλήνιον at Memphis, Wilcken Chr.30 i 16 (iii/ii B.C.):—Aeol. τιμῶχος Schwyzer631 A 2 (Methymna (found at Miletus), ii B.C.).
German (Pape)
[Seite 1116] Ehre, Ansehen habend, geehrt, – Bei den Mässtliern und an andern Orten die Stadtobrigkeit, Strab. IV, Ath. IV, 150 a.
Greek (Liddell-Scott)
τιμοῦχος: -ον, (ἔχω) ὁ ἔχων τιμήν, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀφρ. 31, εἰς Δήμ. 269 (ἐν τῷ Δωρ. τύπῳ τιμάοχος). ΙΙ. ἐπώνυμον ἄρχοντος ἔν τισι τῶν Ἑλληνικῶν πόλεων, Στράβ. 179, Ἀθήν. 149F, Συλλ. Ἐπιγρ. 3059 ἐν τέλ., 3060· ἐπὶ γυναικός, αὐτόθι 2162.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
« timouque », magistrat supérieur dans certaines Cités (Marseille, Thasos).
Étymologie: τιμή, ἔχω.
Greek Monolingual
και αιολ. τ. τιμῶχος και τιμάοχος, ὁ, Α
1. αυτός στον οποίο αποδίδονται τιμές
2. τίτλος άρχοντα σε μερικές ελληνικές πόλεις («καὶ ὃς ἄν ἔξω τι τῶν τούτων ἱεροποιὸς παρασκευάσῃ ὑπὸ τῶν τιμούχων ζημιοῦται», Αθήν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τιμή + -οῦχος (< ἔχω), πρβλ. τυμβ-οῦχος].