ἀλόχευτος: Difference between revisions
τί δὲ βλέπεις τὸ κάρφος τὸ ἐν τῷ ὀφθαλμῷ τοῦ ἀδελφοῦ σου, τὴν δὲ ἐν τῷ σῷ ὀφθαλμῷ δοκὸν οὐ κατανοεῖς → why do you look at the speck of sawdust in your brother's eye and pay no attention to the plank in your own eye | and why beholdest thou the mote that is in thy brother's eye, but considerest not the beam that is in thine own eye | why do you see the speck that is in your brother's eye, but don't consider the beam that is in your own eye
mNo edit summary |
m (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον | |dgtxt=-ον<br /><b class="num">• Prosodia:</b> [ᾰ-]<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[no nacido de parto]], [[no parido]]de Atenea, Colluth.182, de Dioniso ἀλόχευτε Βρόμιε <i>AJP</i> 69.29.6 (Dura Europos)<br /><b class="num">•</b>de Dios [[no engendrado]] Synes.<i>Hymn</i>.9.54, de Cristo antes de la encarnación, Gr.Naz.M.37.1571A.<br /><b class="num">2</b> [[no parido todavía]], [[en el vientre de la madre]] πάις Nonn.<i>D</i>.8.27.<br /><b class="num">3</b> [[pariente no por la sangre]] de San Juan en rel. c. la Virgen, Nonn.<i>Par.Eu.Io</i>.19.27.<br /><b class="num">II</b> <b class="num">1</b>[[que no pare]], [[estéril]] [[αὖλαξ]] κόσμου Nonn.<i>D</i>.24.269.<br /><b class="num">2</b> [[que engendra sin necesidad de parto]] Φύσις Nonn.<i>D</i>.41.53.<br /><b class="num">III</b> [[sin dolores de parto]] del nacimiento de Cristo, Thdt.M.80.445B. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀλόχευτος]], -ον (Μ) ([[λοχεύω]])<br /><b>1.</b> αυτός που γεννήθηκε [[δίχως]] [[λοχεία]], με τρόπο δηλ. μη [[φυσικό]] (ως επίθ. του Χριστού, [[αλλά]] και της θεάς Αθηνάς)<br /><b>2.</b> αυτός που δεν γεννήθηκε [[ακόμη]], [[αγέννητος]]<br /><b>3.</b> αυτή που δεν έχει υποστεί τις [[ωδίνες]] του τοκετού, [[παρθένος]]. | |mltxt=[[ἀλόχευτος]], -ον (Μ) ([[λοχεύω]])<br /><b>1.</b> αυτός που γεννήθηκε [[δίχως]] [[λοχεία]], με τρόπο δηλ. μη [[φυσικό]] (ως επίθ. του Χριστού, [[αλλά]] και της θεάς Αθηνάς)<br /><b>2.</b> αυτός που δεν γεννήθηκε [[ακόμη]], [[αγέννητος]]<br /><b>3.</b> αυτή που δεν έχει υποστεί τις [[ωδίνες]] του τοκετού, [[παρθένος]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 10:15, 20 July 2021
English (LSJ)
ον, A born not in the natural way, of Athena, Coluth. 183. 2 unborn, Nonn.D.8.27. II without birth-pangs, αὖλαξ κόσμου ib.24.269, cf.41.53.
German (Pape)
[Seite 109] ungeboren, ohne Geburt zur Welt gekommen, wie Pallas, Coluth. 182; nicht gebärend, φύσις Nonn. Dion. 41, 53.
Greek (Liddell-Scott)
ἀλόχευτος: -ον, ὁ ἄνευ λοχείας τεχθείς, περὶ Ἀθηνᾶς, Κόλουθ. 180. ΙΙ. ἄνευ ὠδίνων τοκετοῦ, παρθένος, Νόνν. Δ. 41, 53.
Spanish (DGE)
-ον
• Prosodia: [ᾰ-]
I 1no nacido de parto, no paridode Atenea, Colluth.182, de Dioniso ἀλόχευτε Βρόμιε AJP 69.29.6 (Dura Europos)
•de Dios no engendrado Synes.Hymn.9.54, de Cristo antes de la encarnación, Gr.Naz.M.37.1571A.
2 no parido todavía, en el vientre de la madre πάις Nonn.D.8.27.
3 pariente no por la sangre de San Juan en rel. c. la Virgen, Nonn.Par.Eu.Io.19.27.
II 1que no pare, estéril αὖλαξ κόσμου Nonn.D.24.269.
2 que engendra sin necesidad de parto Φύσις Nonn.D.41.53.
III sin dolores de parto del nacimiento de Cristo, Thdt.M.80.445B.
Greek Monolingual
ἀλόχευτος, -ον (Μ) (λοχεύω)
1. αυτός που γεννήθηκε δίχως λοχεία, με τρόπο δηλ. μη φυσικό (ως επίθ. του Χριστού, αλλά και της θεάς Αθηνάς)
2. αυτός που δεν γεννήθηκε ακόμη, αγέννητος
3. αυτή που δεν έχει υποστεί τις ωδίνες του τοκετού, παρθένος.