λασιόπους: Difference between revisions

From LSJ

Καὶ ζῶνφαῦλος καὶ θανὼν κολάζεται → Vivisque mortuisque poena instat malis → Der Schlechte wird im Leben und im Tod bestraft

Menander, Monostichoi, 294
m (Text replacement - "<b class='b2'>([\w]+)-([\w]+)<\/b>" to "$1-$2")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[λασιόπους]], -ουν (Α)<br />αυτός που έχει μαλλιαρά πόδια («θάμνου λαγωὸν λασιόπουν ἀναστήσας», Αισώπ. Μύθ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λάσιος]] «[[δασύτριχος]]» <span style="color: red;">+</span> -[[πους]] (<span style="color: red;"><</span> [[πούς]]), <b>[[πρβλ]].</b> [[γυμνό]]-[[πους]], <i>καλλί</i>-[[πους]]].
|mltxt=[[λασιόπους]], -ουν (Α)<br />αυτός που έχει μαλλιαρά πόδια («θάμνου λαγωὸν λασιόπουν ἀναστήσας», Αισώπ. Μύθ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λάσιος]] «[[δασύτριχος]]» <span style="color: red;">+</span> -[[πους]] (<span style="color: red;"><</span> [[πούς]]), [[πρβλ]]. [[γυμνό]]-[[πους]], <i>καλλί</i>-[[πους]]].
}}
}}

Revision as of 14:25, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λασιόπους Medium diacritics: λασιόπους Low diacritics: λασιόπους Capitals: ΛΑΣΙΟΠΟΥΣ
Transliteration A: lasiópous Transliteration B: lasiopous Transliteration C: lasiopous Beta Code: lasio/pous

English (LSJ)

πουν, gen. ποδος,

A shaggy-footed, Aesop.238.

German (Pape)

[Seite 17] -ποδος, rauchfüßig, conj. für δασύπους, Babr. 69, 1.

Greek Monolingual

λασιόπους, -ουν (Α)
αυτός που έχει μαλλιαρά πόδια («θάμνου λαγωὸν λασιόπουν ἀναστήσας», Αισώπ. Μύθ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λάσιος «δασύτριχος» + -πους (< πούς), πρβλ. γυμνό-πους, καλλί-πους].