συναίρεμα: Difference between revisions

From LSJ

Μέμνησο νέος ὤν, ὡς γέρων ἔσῃ ποτέ → Iuvenis memento te fore aliquando senem → Bedenke jung schon, dass dereinst ein Greis du bist

Menander, Monostichoi, 354
mNo edit summary
m (Text replacement - "({{grml\n.*\n}})\n\1" to "$1")
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''συναίρεμα''': τό, [[ἕνωσις]], ὅτι οὐ τὸ [[συναίρεμα]] τῶν τριῶν μονάδων ἔστιν ἡ μία ἀρχὴ Ὀλυμπιόδ. εἰς Πλάτ. Φίληβ. 162. ΙΙ. [[συναίρεσις]] ΙΙ, Εὐστ. 1447, 52.
|lstext='''συναίρεμα''': τό, [[ἕνωσις]], ὅτι οὐ τὸ [[συναίρεμα]] τῶν τριῶν μονάδων ἔστιν ἡ μία ἀρχὴ Ὀλυμπιόδ. εἰς Πλάτ. Φίληβ. 162. ΙΙ. [[συναίρεσις]] ΙΙ, Εὐστ. 1447, 52.
}}
{{grml
|mltxt=τὸ, ΜΑ, και [[συναίρημα]] Α [[συναιρῶ]]<br /><b>γραμμ.</b> [[συναίρεση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[άθροισμα]], [[ένωση]] («ὅτι οὐ τὸ [[συναίρεμα]] τῶν τριῶν μονάδων ἔστιν ἡ μία [[ἀρχή]]», Ολυμπ.)<br /><b>2.</b> [[σύνολο]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=τὸ, ΜΑ, και [[συναίρημα]] Α [[συναιρῶ]]<br /><b>γραμμ.</b> [[συναίρεση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[άθροισμα]], [[ένωση]] («ὅτι οὐ τὸ [[συναίρεμα]] τῶν τριῶν μονάδων ἔστιν ἡ μία [[ἀρχή]]», Ολυμπ.)<br /><b>2.</b> [[σύνολο]].
|mltxt=τὸ, ΜΑ, και [[συναίρημα]] Α [[συναιρῶ]]<br /><b>γραμμ.</b> [[συναίρεση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[άθροισμα]], [[ένωση]] («ὅτι οὐ τὸ [[συναίρεμα]] τῶν τριῶν μονάδων ἔστιν ἡ μία [[ἀρχή]]», Ολυμπ.)<br /><b>2.</b> [[σύνολο]].
}}
}}

Revision as of 19:50, 27 September 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συναίρεμα Medium diacritics: συναίρεμα Low diacritics: συναίρεμα Capitals: ΣΥΝΑΙΡΕΜΑ
Transliteration A: synaírema Transliteration B: synairema Transliteration C: synairema Beta Code: sunai/rema

English (LSJ)

ατος, τό, A aggregate, sum, μονάδων Olymp. in Phlb. p.284 S., cf. Dam.Pr.4; total, πυροῦ, σιτικῶν, PTeb.340.5 (iii A.D.), Wessely Karanis p.11, cf. BGU1626 (iii A.D.), PFlor.35.12 (prob. l., v.Arch.Pap.4.430 (ii A.D.)); also συναίρη( μα) θησαυροῦ Ostr.Bodl. iii 157 (ii A.D.). II = συναίρεσις (contraction, synaeresis) 4, Eust.1447.52.

German (Pape)

[Seite 997] τό, Zusammenziehung, Eust.

Greek (Liddell-Scott)

συναίρεμα: τό, ἕνωσις, ὅτι οὐ τὸ συναίρεμα τῶν τριῶν μονάδων ἔστιν ἡ μία ἀρχὴ Ὀλυμπιόδ. εἰς Πλάτ. Φίληβ. 162. ΙΙ. συναίρεσις ΙΙ, Εὐστ. 1447, 52.

Greek Monolingual

τὸ, ΜΑ, και συναίρημα Α συναιρῶ
γραμμ. συναίρεση
αρχ.
1. άθροισμα, ένωση («ὅτι οὐ τὸ συναίρεμα τῶν τριῶν μονάδων ἔστιν ἡ μία ἀρχή», Ολυμπ.)
2. σύνολο.