δύσκαμπτος: Difference between revisions

From LSJ

Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art

Menander, Monostichoi, 336
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=du/skamptos
|Beta Code=du/skamptos
|Definition=ον, = [[δυσκαμπής]] ([[hard to bend]]), Cass. ''Pr.'' 61, Sch. Ar. ''Th.'' 74. Adv. -τως, ἔχειν Aët. 16.8.
|Definition=ον, = [[δυσκαμπής]] ([[hard to bend]]), Cass. ''Pr.'' 61, Sch. Ar. ''Th.'' 74. Adv. -τως, ἔχειν Aët. 16.8.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[difícil de doblar]], [[rígido]] σῶμα Cass.<i>Pr</i>.61, τὰ διὰ σκληρότητα δύσκαμπτα Gal.7.255.<br /><b class="num">2</b> fig. [[inflexible]], [[rígido]], [[invariable]] αἱ στροφαί Sch.Ar.<i>Th</i>.68D., cf. <i>Orac.Chald</i>.155.<br /><b class="num">II</b> adv. -ως [[rígidamente]] δ. ἔχειν estar rígido</i> Aët.16.8.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''δύσκαμπτος''': -ον, = τῷ προηγ., Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Θεσμ. 68, Βασίλ. 1. 713, 1037.
|lstext='''δύσκαμπτος''': -ον, = τῷ προηγ., Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Θεσμ. 68, Βασίλ. 1. 713, 1037.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[difícil de doblar]], [[rígido]] σῶμα Cass.<i>Pr</i>.61, τὰ διὰ σκληρότητα δύσκαμπτα Gal.7.255.<br /><b class="num">2</b> fig. [[inflexible]], [[rígido]], [[invariable]] αἱ στροφαί Sch.Ar.<i>Th</i>.68D., cf. <i>Orac.Chald</i>.155.<br /><b class="num">II</b> adv. -ως [[rígidamente]] δ. ἔχειν estar rígido</i> Aët.16.8.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[δύσκαμπτος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που λυγίζει δύσκολα («[[δύσκαμπτος]] [[σίδηρος]]»)<br /><b>2.</b> αυτός που δύσκολα προσαρμόζεται («[[δύσκαμπτος]] [[χαρακτήρας]]»)<br /><b>3.</b> αυτός που δύσκολα καταβάλλεται («την δύσκαμπτον δύναμιν τοῦ ἵππου»)<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που δύσκολα παρακάμπτεται («δύσκαμπτοι [[στροφαί]]»).
|mltxt=-η, -ο (AM [[δύσκαμπτος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που λυγίζει δύσκολα («[[δύσκαμπτος]] [[σίδηρος]]»)<br /><b>2.</b> αυτός που δύσκολα προσαρμόζεται («[[δύσκαμπτος]] [[χαρακτήρας]]»)<br /><b>3.</b> αυτός που δύσκολα καταβάλλεται («την δύσκαμπτον δύναμιν τοῦ ἵππου»)<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που δύσκολα παρακάμπτεται («δύσκαμπτοι [[στροφαί]]»).
}}
}}

Revision as of 11:35, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῠσκαμπτος Medium diacritics: δύσκαμπτος Low diacritics: δύσκαμπτος Capitals: ΔΥΣΚΑΜΠΤΟΣ
Transliteration A: dýskamptos Transliteration B: dyskamptos Transliteration C: dyskamptos Beta Code: du/skamptos

English (LSJ)

ον, = δυσκαμπής (hard to bend), Cass. Pr. 61, Sch. Ar. Th. 74. Adv. -τως, ἔχειν Aët. 16.8.

Spanish (DGE)

-ον
I 1difícil de doblar, rígido σῶμα Cass.Pr.61, τὰ διὰ σκληρότητα δύσκαμπτα Gal.7.255.
2 fig. inflexible, rígido, invariable αἱ στροφαί Sch.Ar.Th.68D., cf. Orac.Chald.155.
II adv. -ως rígidamente δ. ἔχειν estar rígido Aët.16.8.

Greek (Liddell-Scott)

δύσκαμπτος: -ον, = τῷ προηγ., Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Θεσμ. 68, Βασίλ. 1. 713, 1037.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM δύσκαμπτος, -ον)
1. αυτός που λυγίζει δύσκολα («δύσκαμπτος σίδηρος»)
2. αυτός που δύσκολα προσαρμόζεται («δύσκαμπτος χαρακτήρας»)
3. αυτός που δύσκολα καταβάλλεται («την δύσκαμπτον δύναμιν τοῦ ἵππου»)
αρχ.
αυτός που δύσκολα παρακάμπτεται («δύσκαμπτοι στροφαί»).