δύσκαμπτος: Difference between revisions
Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art
m (LSJ1 replacement) |
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=du/skamptos | |Beta Code=du/skamptos | ||
|Definition=ον, = [[δυσκαμπής]] ([[hard to bend]]), Cass. ''Pr.'' 61, Sch. Ar. ''Th.'' 74. Adv. -τως, ἔχειν Aët. 16.8. | |Definition=ον, = [[δυσκαμπής]] ([[hard to bend]]), Cass. ''Pr.'' 61, Sch. Ar. ''Th.'' 74. Adv. -τως, ἔχειν Aët. 16.8. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[difícil de doblar]], [[rígido]] σῶμα Cass.<i>Pr</i>.61, τὰ διὰ σκληρότητα δύσκαμπτα Gal.7.255.<br /><b class="num">2</b> fig. [[inflexible]], [[rígido]], [[invariable]] αἱ στροφαί Sch.Ar.<i>Th</i>.68D., cf. <i>Orac.Chald</i>.155.<br /><b class="num">II</b> adv. -ως [[rígidamente]] δ. ἔχειν estar rígido</i> Aët.16.8. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δύσκαμπτος''': -ον, = τῷ προηγ., Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Θεσμ. 68, Βασίλ. 1. 713, 1037. | |lstext='''δύσκαμπτος''': -ον, = τῷ προηγ., Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Θεσμ. 68, Βασίλ. 1. 713, 1037. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (AM [[δύσκαμπτος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που λυγίζει δύσκολα («[[δύσκαμπτος]] [[σίδηρος]]»)<br /><b>2.</b> αυτός που δύσκολα προσαρμόζεται («[[δύσκαμπτος]] [[χαρακτήρας]]»)<br /><b>3.</b> αυτός που δύσκολα καταβάλλεται («την δύσκαμπτον δύναμιν τοῦ ἵππου»)<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που δύσκολα παρακάμπτεται («δύσκαμπτοι [[στροφαί]]»). | |mltxt=-η, -ο (AM [[δύσκαμπτος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που λυγίζει δύσκολα («[[δύσκαμπτος]] [[σίδηρος]]»)<br /><b>2.</b> αυτός που δύσκολα προσαρμόζεται («[[δύσκαμπτος]] [[χαρακτήρας]]»)<br /><b>3.</b> αυτός που δύσκολα καταβάλλεται («την δύσκαμπτον δύναμιν τοῦ ἵππου»)<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που δύσκολα παρακάμπτεται («δύσκαμπτοι [[στροφαί]]»). | ||
}} | }} |
Revision as of 11:35, 1 October 2022
English (LSJ)
ον, = δυσκαμπής (hard to bend), Cass. Pr. 61, Sch. Ar. Th. 74. Adv. -τως, ἔχειν Aët. 16.8.
Spanish (DGE)
-ον
I 1difícil de doblar, rígido σῶμα Cass.Pr.61, τὰ διὰ σκληρότητα δύσκαμπτα Gal.7.255.
2 fig. inflexible, rígido, invariable αἱ στροφαί Sch.Ar.Th.68D., cf. Orac.Chald.155.
II adv. -ως rígidamente δ. ἔχειν estar rígido Aët.16.8.
Greek (Liddell-Scott)
δύσκαμπτος: -ον, = τῷ προηγ., Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Θεσμ. 68, Βασίλ. 1. 713, 1037.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM δύσκαμπτος, -ον)
1. αυτός που λυγίζει δύσκολα («δύσκαμπτος σίδηρος»)
2. αυτός που δύσκολα προσαρμόζεται («δύσκαμπτος χαρακτήρας»)
3. αυτός που δύσκολα καταβάλλεται («την δύσκαμπτον δύναμιν τοῦ ἵππου»)
αρχ.
αυτός που δύσκολα παρακάμπτεται («δύσκαμπτοι στροφαί»).