Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

σέλιννον: Difference between revisions

From LSJ
(LSJ2 replacement)
 
mNo edit summary
Line 9: Line 9:
|Beta Code=se/linnon
|Beta Code=se/linnon
|Definition=''Aeolic'' for [[σέλινον]].
|Definition=''Aeolic'' for [[σέλινον]].
}}
{{grml
|mltxt=[[σέλινο]], το / [[σέλινον]], ΝΜΑ, και αιολ. τ. [[σέλιννον]] Α<br />[[κοινή]], [[σήμερα]], [[ονομασία]] δύο ποικιλιών του φυτού Αpium graveolens του γένους Άπιο της οικογένειας απιίδες ή [[σκιαδοφόρα]], οι οποίες καλλιεργούνται η μία για τα εδώδιμα φύλλα της που τρώγονται ως λαχανικό ή χρησιμοποιούνται ως [[καρύκευμα]] και η [[άλλη]] για τη διογκωμένη [[ρίζα]] της που έχει την [[ίδια]] [[γεύση]] και το ίδιο [[άρωμα]] και χρησιμοποιείται [[κατά]] τον [[ίδιον]] τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Δάνεια λ. ή λ. που προέρχεται από το προελληνικό γλωσσικό [[υπόστρωμα]] (<b>πρβλ.</b> [[κύμινον]], [[ῥητίνη]]). Ο τ. μαρτυρείται ήδη από τη Μυκηναϊκή (<b>πρβλ.</b> μυκην. <i>serino</i>). Από τη λ. [[σέλινον]] παράγεται το [[τοπωνύμιο]] [[Σελινοῦς]] με κατάλ. -<i>οῦς</i> / -<i>οῦσσα</i>, συνηρημένη [[μορφή]] της κατάλ. -<i>όεις</i>, -<i>όεσσα</i> (<b>πρβλ.</b> <i>Οἰνοῦς</i>)].
}}
}}

Revision as of 21:48, 19 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σέλιννον Medium diacritics: σέλιννον Low diacritics: σέλιννον Capitals: ΣΕΛΙΝΝΟΝ
Transliteration A: sélinnon Transliteration B: selinnon Transliteration C: selinnon Beta Code: se/linnon

English (LSJ)

Aeolic for σέλινον.

Greek Monolingual

σέλινο, το / σέλινον, ΝΜΑ, και αιολ. τ. σέλιννον Α
κοινή, σήμερα, ονομασία δύο ποικιλιών του φυτού Αpium graveolens του γένους Άπιο της οικογένειας απιίδες ή σκιαδοφόρα, οι οποίες καλλιεργούνται η μία για τα εδώδιμα φύλλα της που τρώγονται ως λαχανικό ή χρησιμοποιούνται ως καρύκευμα και η άλλη για τη διογκωμένη ρίζα της που έχει την ίδια γεύση και το ίδιο άρωμα και χρησιμοποιείται κατά τον ίδιον τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ. ή λ. που προέρχεται από το προελληνικό γλωσσικό υπόστρωμα (πρβλ. κύμινον, ῥητίνη). Ο τ. μαρτυρείται ήδη από τη Μυκηναϊκή (πρβλ. μυκην. serino). Από τη λ. σέλινον παράγεται το τοπωνύμιο Σελινοῦς με κατάλ. -οῦς / -οῦσσα, συνηρημένη μορφή της κατάλ. -όεις, -όεσσα (πρβλ. Οἰνοῦς)].