παράγωγος: Difference between revisions
Δίκαιος ἐὰν ᾖς, πανταχοῦ τῷ τρόπῳ χρήσῃ νόμῳ († λαληθήσῃ) → Si iustus es pro lege tibi mores erunt → Bist du gerecht, ist dein Charakter dir Gesetz (wirst du in aller Munde sein)
m (LSJ2 replacement) |
m (Text replacement - "d’" to "d'") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qu’on masse pour le replacer <i>ou</i> le déplacer <i>en parl. | |btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qu’on masse pour le replacer <i>ou</i> le déplacer <i>en parl. d'un os</i>;<br /><b>2</b> <i>t. de gramm.</i> dérivé.<br />'''Étymologie:''' [[παράγω]]. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 12:00, 23 August 2022
English (LSJ)
όν,Pass., easily movable, ὀστέα Hp. Fract. 16 (Comp.).
derived from another word, opp. πρωτότυπος, DT. 634.21, ADysc. Adv. 146.2; ἔκ τινος Id. Synt. 200.21, EM 97.33; τινος Eust. 1553.35. Adv. -γως by a slight change, Plu. 2.316a, Ath. 11.480f.
formed in parody, ἔπος Numen. ap. Eus. PE 14.5.
Greek (Liddell-Scott)
παράγωγος: -ον, ἴδε παραγωγὸς ΙΙ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qu’on masse pour le replacer ou le déplacer en parl. d'un os;
2 t. de gramm. dérivé.
Étymologie: παράγω.
Greek Monolingual
-η, -ο / παράγωγος, -ον, ΝΜΑ παράγω
γραμμ. (ιδίως για λέξεις) αυτός που σχηματίζεται από άλλον με την προσθήκη παραγωγικής κατάληξης
νεοελλ.
1. αυτός που παράγεται από άλλον
2. το ουδ. ως ουσ. το παράγωγο
i) χημ. ένωση η οποία προέρχεται από άλλη με την αντικατάσταση υδρογόνου ή ομάδας ατόμων από άλλα άτομα ή ρίζες χωρίς μεταβολή τών αρχικών ιδιοτήτων («η βενζίνη είναι παράγωγο του πετρελαίου»)
ii) γλωσσ. λέξη που παράγεται από άλλη
iii) (οικον.) υποπροϊόν
3. φρ. α) «παράγωγος συνάρτησης»
μαθ. διαφορική αναλογία της μεταβολής μιας συνάρτησης σε σχέση με μια ανεξάρτητη μεταβλητή της
β) «παράγωγος συνόλου» — το σύνολο τών σημείων συσσώρευσης ενός συνόλου
γ) «παράγωγος συνάρτησης μερική»
μαθημ. παράγωγος μιας συνάρτησης πολλών μεταβλητών ως προς μερικές από αυτές
δ) «νιοστή παράγωγος συνάρτησης»
μαθημ. συνάρτηση που προκύπτει από την παραγώγιση μιας συνάρτησης κατά ν φορές
ε) «πλευρική παράγωγος συνάρτησης»
μαθημ. το όριο του λόγου της μεταβολής μιας συνάρτησης προς τη μεταβολή μιας ανεξάρτητης μεταβλητής της, όταν αυτή τείνει πλευρικά προς έναν σταθερό αριθμό, είτε από δεξιά (δεξιά παράγωγος) είτε από αριστερά (αριστερή παράγωγος)
αρχ.
1. αυτός που μετακινείται με ευκολία
2. αυτός που γίνεται κατά παρωδία.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παράγωγος -ον [παράγω] beweeglijk.
Russian (Dvoretsky)
παράγωγος: (ᾰ) грам. производный (π. τινος или ἀπό и ἔκ τινος).