λιπόκρεως: Difference between revisions
οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
m (LSJ2 replacement) |
|||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[λιπόκρεως]], -ων (AM)<br /> αυτός που χάνει το [[κρέας]] του, που γίνεται [[ισχνός]], που αδυνατίζει.<br /> [<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λιπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>κρεως</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κρέας]]), | |mltxt=[[λιπόκρεως]], -ων (AM)<br /> αυτός που χάνει το [[κρέας]] του, που γίνεται [[ισχνός]], που αδυνατίζει.<br /> [<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λιπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>κρεως</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κρέας]]), [[πρβλ]]. <i>δί</i>-<i>κρεως</i>, <i>ηδύ</i>-<i>κρεως</i>]. | ||
}} | }} |
Revision as of 14:30, 23 August 2021
English (LSJ)
ων, gen. ω, losing flesh, i.e. wasted, thin, Suid.; acc. pl. λ(ε)ιποκρέους in Tz. H. 11.60; neut. pl. -κρεα Phlp. in GA 200.22.
Greek (Liddell-Scott)
λῐπόκρεως: -ων, γεν. -ω, ὁ ἀποβάλλων σάρκα, δηλ. ἰσχναινόμενος, γενόμενος ἰσχνός, ἀδύνατος, Σουΐδ.· αἰτ. πληθ. λιποκρέους, «λίσποι δ’ εἰσὶν οἱ τὰς πυγὰς ἔχοντες λιποκρέους» Τζέτζ. Ἱστ. 11. 60. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 183.
Greek Monolingual
λιπόκρεως, -ων (AM)
αυτός που χάνει το κρέας του, που γίνεται ισχνός, που αδυνατίζει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιπ(ο)- + -κρεως (< κρέας), πρβλ. δί-κρεως, ηδύ-κρεως].