σύγχρους: Difference between revisions
From LSJ
παρθενικὴν δὲ γαμεῖν, ἵνα ἤθεα κεδνὰ διδάξῃς → take thee a maiden to wife, and teach her ways of discretion
m (LSJ2 replacement) |
m (Text replacement - "({{grml\n.*\n}})\n\1" to "$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ους, ουν :<br /><i>att. c.</i> [[σύγχροος]]. | |btext=ους, ουν :<br /><i>att. c.</i> [[σύγχροος]]. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 20:15, 27 September 2022
English (LSJ)
-ουν, contr. for σύγχροος.
French (Bailly abrégé)
ους, ουν :
att. c. σύγχροος.
Greek Monolingual
-ουν και -οος, -οον, Α
1. αυτός που έχει το ίδιο χρώμα με κάποιον άλλο
2. αυτός που συγχρωτίζεται, που συναναστρέφεται κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -χρους /-χροος (< χρώς, χρωτός «χρώμα»), πρβλ. κατά-χρους].