κλωπεία: Difference between revisions

From LSJ

τραχὺς ἐντεῦθεν μελάμπυγός τε τοῖς ἐχθροῖς ἅπασιν → he is a tough black-arse towards his enemies, he is a veritable Heracles towards his enemies

Source
m (Text replacement - " v.l. " to " v.l. ")
m (Text replacement - " τοῑς " to " τοῖς ")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κλωπεία]], ἡ (Α) [[κλωπεύω]]<br /><b>1.</b> [[κλοπή]] («α. λόγῳ μὲν ἐπὶ θήραν, ἔργῳ δ' ἐπί κλωπείαν τῶν ἐν τοῑς ἀγροῖς κατοικούντων», Ισοκρ)<br /><b>2.</b> [[είδος]] χορού.
|mltxt=[[κλωπεία]], ἡ (Α) [[κλωπεύω]]<br /><b>1.</b> [[κλοπή]] («α. λόγῳ μὲν ἐπὶ θήραν, ἔργῳ δ' ἐπί κλωπείαν τῶν ἐν τοῖς ἀγροῖς κατοικούντων», Ισοκρ)<br /><b>2.</b> [[είδος]] χορού.
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 18:00, 25 March 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κλωπεία Medium diacritics: κλωπεία Low diacritics: κλωπεία Capitals: ΚΛΩΠΕΙΑ
Transliteration A: klōpeía Transliteration B: klōpeia Transliteration C: klopeia Beta Code: klwpei/a

English (LSJ)

ἡ, A theft, Pl.Lg. 823b (pl.), Isoc.12.211, 218, v.l. in Str.15.3.18, Plu.Phil.4. II name of a dance, Juba 74:—κλοπεία is freq. as v.l. κλωπ-εύω, steal, X.An.6.1.1, Lac.2.7, Luc.Cat.1, Tox.49.

German (Pape)

[Seite 1458] ἡ, = κλοπεία, scheint überall nach den besseren mss. vorzuziehen, Plat. Legg. VII, 823 e u. Sp., wie Plut. Philop. 4.

Greek (Liddell-Scott)

κλωπεία: ἡ, κλοπή, Πλάτ. Νόμ. 823Β, Ἰσοκρ. 277Β, 278C, Στράβ. 734, κτλ.· ― οἱ ἡμαρτημ. τύποι, κλοπεία, κλοπεύω, εἶναι κοινοὶ ἐν τοῖς Ἀντιγράφ.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
vol, larcin.
Étymologie: κλωπεύω.

Greek Monolingual

κλωπεία, ἡ (Α) κλωπεύω
1. κλοπή («α. λόγῳ μὲν ἐπὶ θήραν, ἔργῳ δ' ἐπί κλωπείαν τῶν ἐν τοῖς ἀγροῖς κατοικούντων», Ισοκρ)
2. είδος χορού.

Russian (Dvoretsky)

κλωπεία: ἡ кража, воровство Plat.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κλωπεία -ας, ἡ [κλωπεύω] diefstal.