χνοώδης: Difference between revisions
Τὸ κέρδος ἡγοῦ κέρδος, ἂν δίκαιον ᾖ → Lucrum esse lucrum crede, si iustum est lucrum → Gewinn sei dir Gewinn, wenn er auf Recht beruht
m (Text replacement - " v.l. " to " v.l. ") |
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ες / [[χνοώδης]], -ῶδες, ΝΜΑ [[χνόος]] / | |mltxt=-ες / [[χνοώδης]], -ῶδες, ΝΜΑ [[χνόος]] / χνοῦς]<br /><b>1.</b> αυτός που μοιάζει με [[χνούδι]]<br /><b>2.</b> αυτός που καλύπτεται από [[χνούδι]], [[χνουδωτός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>χνοωδῶς</i> Α<br />με χνοώδη [[μορφή]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 20:30, 13 June 2022
English (LSJ)
ες, A like fine powder, downy, Hp.Ulc.17, Thphr.HP1.10.3, Dsc.4.68; μηλέαι prob. in Androt.Georg.ap.Ath.3.82c (χνοωδίας codd.); of salt, Sor.1.82; of arsenic, Olymp.Alch.p.75B.: Comp., Dsc.2.175, Anon. ap. Suid.: Sup., Gal.6.283, Sch.E.Or.115. Adv. -δῶς Gal.11.405. II ἀὴρ χ., soft, 'muggy', opp. λαμπρός, v.l. for νοτώδης Hp.Aër.15.
German (Pape)
[Seite 1361] ες, von der Art od. dem Ansehen eines Anflugs, Flaums od. Milchhaares, mit Flaum bedeckt, Theophr. u. Sp. – Adv., Galen.
Greek (Liddell-Scott)
χνοώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος πρὸς λεπτὴν κόνιν, ὅμοιος πρὸς χνοῦν, Λατ. lanuginosus, χν. ποιεῖν τι Ἐμπεδ. παρὰ Γαλην. 3. 101, Θεοφρ. περὶ Φυτ. Ἱστ. 1. 10, 3, Διοσκ. 4. 69 καὶ 150. - Ἐπίρρ. -δῶς, Γαλην. ΙΙ. παρ’ Ἱππ. περὶ Ἀέρ. 290, ἀὴρ χν., ἀντίθετον τῷ λαμπρός, ὁμιχλώδης.
Greek Monolingual
-ες / χνοώδης, -ῶδες, ΝΜΑ χνόος / χνοῦς]
1. αυτός που μοιάζει με χνούδι
2. αυτός που καλύπτεται από χνούδι, χνουδωτός.
επίρρ...
χνοωδῶς Α
με χνοώδη μορφή.