συνεκπέμπω: Difference between revisions
Ἰσχυρότερον δέ γ' οὐδέν ἐστι τοῦ λόγου → Oratione nulla vis superior → Nichts ist gewiss gewaltiger als die Vernunft | Nichts ist gewiss gewalt'ger als der Rede Kraft
m (Text replacement - " s.v. " to " s.v. ") |
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=Α [[ἐκπέμπω]]<br /><b>1.</b> [[απομακρύνω]], [[διώχνω]] συγχρόνως («τοὺς ἀχρείους συνεκπέμψαι εἰς Πελλήνην», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> [[βοηθώ]] κάποιον να δραπετεύσει («συνεκπεμφθεὶς ὑπ' αὐτῆς ἀπέδρα | |mltxt=Α [[ἐκπέμπω]]<br /><b>1.</b> [[απομακρύνω]], [[διώχνω]] συγχρόνως («τοὺς ἀχρείους συνεκπέμψαι εἰς Πελλήνην», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> [[βοηθώ]] κάποιον να δραπετεύσει («συνεκπεμφθεὶς ὑπ' αὐτῆς ἀπέδρα μετὰ τῶν [[φίλων]] καὶ διέφυγε πρὸς Μάριον», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>3.</b> (σχετικά με πράγματα) [[εκβάλλω]], [[απορρίπτω]] συγχρόνως<br /><b>4.</b> <b>(ειδ.)</b> [[εκστομίζω]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 12:20, 20 April 2021
English (LSJ)
A send out or forth together, τοὺς ἀχρείους εἰς Πελλήνην X.HG7.2.18; τοὺς οἰκέτας Id.Oec.7.35; τῶν ἅμ' αὐτοῖς -θέντων ἐπὶ Θερμοπύλας D.S. 11.4; help to get away, Plu.Brut.45:—Pass., Id.Mar.40. 2 of things, send forth or eject together, τὸ πῶμα Pl.Ti.91a; φωνήν Anon. ap.Suid. s.v. φιμοῖ.
German (Pape)
[Seite 1012] mit oder zugleich aus-, fort-, wegschicken; Plat. Tim. 91 a; Xen. Hell. 7, 2, 18 Oec. 7, 35 u. Sp., wie Plut. Timol. 2 u. Luc.
Greek (Liddell-Scott)
συνεκπέμπω: ἐκπέμπω ὁμοῦ, τοὺς ἀχρείους συνεκπέμψαι εἰς Πελλήνην Ξεν. Ἑλλ. 7. 2, 18· τοὺς οἰκέτας ὁ αὐτ. ἐν Οἰκ. 7. 35· τινὰ ἅμα τινὶ ἐπὶ Θερμοπύλας Διόδ. 11. 4· ἐκπέμπω κρυφίως, Πλουτ. Μάρ. 40. 2) ἐπὶ πραγμάτων, ἐκπέμπω ἢ ἐκρίπτω ὁμοῦ, τὸ πῶμα Πλάτ. Τίμ. 91Α· «τὸ στόμα τῇ χειρὶ φιμώσασα τοῦ ἐσφαγμένου μή τινα τῇ ψυχῇ συνεκπέμψειε φωνὴν» παρὰ Σουΐδ. ἐν λ. φιμοῖ.
French (Bailly abrégé)
faire sortir ou renvoyer en même temps.
Étymologie: σύν, ἐκπέμπω.
Greek Monolingual
Α ἐκπέμπω
1. απομακρύνω, διώχνω συγχρόνως («τοὺς ἀχρείους συνεκπέμψαι εἰς Πελλήνην», Ξεν.)
2. βοηθώ κάποιον να δραπετεύσει («συνεκπεμφθεὶς ὑπ' αὐτῆς ἀπέδρα μετὰ τῶν φίλων καὶ διέφυγε πρὸς Μάριον», Πλούτ.)
3. (σχετικά με πράγματα) εκβάλλω, απορρίπτω συγχρόνως
4. (ειδ.) εκστομίζω.
Greek Monotonic
συνεκπέμπω: μέλ. -ψω, αποστέλλω από κοινού, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
συνεκπέμπω:
1) вместе отсылать, одновременно высылать (τινὰς εἰς Πελλήνην Xen.);
2) помогать бежать (τινά Plut.);
3) одновременно выталкивать, проталкивать (τὸ πῶμα εἴς τι Plat.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συν-εκπέμπω van personen mede of tegelijk wegzenden, met acc. helpen ontsnappen, met acc. van zaken mede uitscheiden of lozen:. πῶμα vocht Plat. Tim. 91a.