ψύκτρα: Difference between revisions

From LSJ

Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei

Menander, Monostichoi, 197
m (Text replacement - " s.v. " to " s.v. ")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />ἡ, Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> [[δίσκος]] [[πάνω]] στον οποίο γίνεται η [[ξήρανση]] τών σύκων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ψύχω]] (Ι) «[[φυσώ]], [[πνέω]]» <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τρα</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>χύ</i>-<i>τρα</i>)].<br /><b>(II)</b><br />ἡ Α<br /><b>στον πληθ.</b> <i>αἱ ψύκτραι</i><br />ειδική [[κατασκευή]] [[κοντά]] σε λιμάνια για τον καθαρισμό πλοίων ή, κατ' άλλους, σκιεροί τόποι κατάλληλοι για [[αναψυχή]], ψυκτῆρες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ψύχω]] (II) «[[παγώνω]]» <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τρα</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ἐξελίκ</i>-<i>τρα</i>)].
|mltxt=<b>(I)</b><br />ἡ, Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> [[δίσκος]] [[πάνω]] στον οποίο γίνεται η [[ξήρανση]] τών σύκων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ψύχω]] (Ι) «[[φυσώ]], [[πνέω]]» <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τρα</i> ([[πρβλ]]. <i>χύ</i>-<i>τρα</i>)].<br /><b>(II)</b><br />ἡ Α<br /><b>στον πληθ.</b> <i>αἱ ψύκτραι</i><br />ειδική [[κατασκευή]] [[κοντά]] σε λιμάνια για τον καθαρισμό πλοίων ή, κατ' άλλους, σκιεροί τόποι κατάλληλοι για [[αναψυχή]], ψυκτῆρες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ψύχω]] (II) «[[παγώνω]]» <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τρα</i> ([[πρβλ]]. <i>ἐξελίκ</i>-<i>τρα</i>)].
}}
}}

Revision as of 15:45, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ψύκτρα Medium diacritics: ψύκτρα Low diacritics: ψύκτρα Capitals: ΨΥΚΤΡΑ
Transliteration A: psýktra Transliteration B: psyktra Transliteration C: psyktra Beta Code: yu/ktra

English (LSJ)

ἡ, A drying-place, ψ. τὰς πρὸς τοῖς νεωρίοις IG22.1035.43 (i B. C.), cf. ψυγμός 11; but others take it as = ψυκτήριον 11. 2 tray for drying figs on, Hsch. s.v. τρασιά.

Greek (Liddell-Scott)

ψύκτρα: ἡ, πλέγμα ἐφ’ οὗ ἐξηραίνοντο τὰ σῦκα, Ἡσύχ. ἐν λ. τρασιά.

Greek Monolingual

(I)
ἡ, Α
(κατά τον Ησύχ.) δίσκος πάνω στον οποίο γίνεται η ξήρανση τών σύκων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψύχω (Ι) «φυσώ, πνέω» + επίθημα -τρα (πρβλ. χύ-τρα)].
(II)
ἡ Α
στον πληθ. αἱ ψύκτραι
ειδική κατασκευή κοντά σε λιμάνια για τον καθαρισμό πλοίων ή, κατ' άλλους, σκιεροί τόποι κατάλληλοι για αναψυχή, ψυκτῆρες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψύχω (II) «παγώνω» + επίθημα -τρα (πρβλ. ἐξελίκ-τρα)].