ἱλήκω: Difference between revisions
πρῶτον μὲν οὖν ὄστρεια παρὰ Νηρεῖ τινι ἰδὼν γέροντι φυκί ἠμφιεσμένα ἔλαβον ἐχίνους τ' ἐστὶ γὰρ προοίμιον δείπνου χαριέντως ταῦτα πεπρυτανευμένου → So first I spotted oysters wrapped in seaweed at the shop of some old Nereus, and sea urchins, which I bought; these were the appetizers for a delightfully managed dinner
mNo edit summary |
m (Text replacement - "elsewh." to "elsewhere") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=iliko | |Transliteration C=iliko | ||
|Beta Code=i(lh/kw | |Beta Code=i(lh/kw | ||
|Definition=[ῑ], ([[ἱλάσκομαι]]) <span class="sense"><span class="bld">A</span> to be [[gracious]], of a [[god]], once in Hom. in subj., εἴ κεν Ἀπόλλων ἡμῖν ἱλήκῃσι <span class="bibl">Od.21.365</span>; | |Definition=[ῑ], ([[ἱλάσκομαι]]) <span class="sense"><span class="bld">A</span> to be [[gracious]], of a [[god]], once in Hom. in subj., εἴ κεν Ἀπόλλων ἡμῖν ἱλήκῃσι <span class="bibl">Od.21.365</span>; elsewhere in opt., ἱλήκοι Ἀπόλλων <span class="bibl"><span class="title">h.Ap.</span>165</span>; ἱλήκοις, Δέσποινα <span class="title">AP</span>5.72 (Rufin.); ἱλήκοις, Πολιοῦχε ib.<span class="bibl">9.154</span> (Agath.); θεοὶ μάκαρες, ἱλήκοιτε <span class="bibl">Alciphr.3.68</span>, cf.<span class="bibl">Hld. 8.11</span>, <span class="bibl">9.25</span>. (Prob. <b class="b3">εἱλ-</b>, cf. sq.)</span> | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 16:40, 27 July 2022
English (LSJ)
[ῑ], (ἱλάσκομαι) A to be gracious, of a god, once in Hom. in subj., εἴ κεν Ἀπόλλων ἡμῖν ἱλήκῃσι Od.21.365; elsewhere in opt., ἱλήκοι Ἀπόλλων h.Ap.165; ἱλήκοις, Δέσποινα AP5.72 (Rufin.); ἱλήκοις, Πολιοῦχε ib.9.154 (Agath.); θεοὶ μάκαρες, ἱλήκοιτε Alciphr.3.68, cf.Hld. 8.11, 9.25. (Prob. εἱλ-, cf. sq.)
Greek (Liddell-Scott)
ἱλήκω: ῑ, (ἵλαος) εἰμὶ ἵλεως, εὐμενής, ἐπὶ θεοῦ, ἅπαξ παρ’ Ὁμ. καθ’ ὑποτακτ., εἴκεν Ἀπόλλων ἡμῖν ἱλήκῃσι Ὀδ. Φ. 365· ἀλλαχοῦ κατ’ εὐκτικ., ἱλήκοις, Δέσποινα Ἀνθ. Π. 5. 73· ἱλήκοις, Πολιοῦχε αὐτόθι 9. 154, κ. ἀλλ.· θεοὶ μάκαρες, ἱλήκοιτε Ἀλκίφρ. 3. 68.
Greek Monolingual
ἱλήκω (Α)
(για θεό) είμαι ευμενής.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρακμ. του ἱλάσκομαι που μαρτυρείται με τη μορφή ἱλήκῃσι (υποτ. παρακμ.) μια φορά στον Όμηρο. Απαντά και ευκτ. παρακμ. ἱλήκοις, ἱλήκοι, ἱλήκοιτε].
Greek Monotonic
ἱλήκω: [ῑ] (ἵλαος), είμαι ευμενής, διάκειμαι ευνοϊκά, εἴκεν Ἀπόλλων ἡμῖν ἱλήκῃσι (Επικ. γʹ ενικ. υποτ.), σε Ομήρ. Οδ.
Middle Liddell
ἱλήκω, ἵλαος
to be gracious, εἴ κεν Ἀπόλλων ἡμῖν ἱλήκῃσι (epic 3rd sg. subj.) Od.