λύγη: Difference between revisions

From LSJ

Βίον καλὸν ζῇς, ἂν γυναῖκα μὴ τρέφῃς → Uxorem si non duxis, vives commodeGut ist dein Leben, wenn du keine Frau ernährst

Menander, Monostichoi, 78
m (Text replacement - " τοῑς " to " τοῖς ")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[λύγη]], ἡ (Α)<br />[[σκιά]], [[σκιόφως]] («νυκτὸς ἐμπίπτουσι τοῖς φύλαξιν εὐναζομένοις καὶ κτείνουσιν αὐτοὺς καὶ τῷ Καίσαρι κατέσεισαν ὑπὸ λύγῃ», <b>Αππ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Η [[σύνδεση]] του τ. με τη λ. [[ἠλύγη]] παρουσιάζει δυσκολίες, δεδομένου ότι, [[εκτός]] του αρχικού φθόγγου <i>η</i>-, το [[ἠλύγη]] έχει το <i>υ</i> βραχύ, ενώ ο τ. [[λύγη]] μακρό (<b>[[πρβλ]].</b> [[ἠλύγη]], [[λυγαῖος]])].
|mltxt=[[λύγη]], ἡ (Α)<br />[[σκιά]], [[σκιόφως]] («νυκτὸς ἐμπίπτουσι τοῖς φύλαξιν εὐναζομένοις καὶ κτείνουσιν αὐτοὺς καὶ τῷ Καίσαρι κατέσεισαν ὑπὸ λύγῃ», <b>Αππ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Η [[σύνδεση]] του τ. με τη λ. [[ἠλύγη]] παρουσιάζει δυσκολίες, δεδομένου ότι, [[εκτός]] του αρχικού φθόγγου <i>η</i>-, το [[ἠλύγη]] έχει το <i>υ</i> βραχύ, ενώ ο τ. [[λύγη]] μακρό ([[πρβλ]]. [[ἠλύγη]], [[λυγαῖος]])].
}}
}}

Revision as of 14:40, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λύγη Medium diacritics: λύγη Low diacritics: λύγη Capitals: ΛΥΓΗ
Transliteration A: lýgē Transliteration B: lygē Transliteration C: lygi Beta Code: lu/gh

English (LSJ)

[ῡ], ἡ, A twilight, App.Ill.25, cf. Suid., Eust.689.18.

German (Pape)

[Seite 67] ἡ, Schatten, Dunkel, Finsterniß, App. Illyr. 25 l. d.; VLL. erkl. σκοτία; Tim. Lez. Plat. σκιά, ἀπόκρυψις, wo Ruhnk. zu vgl.; scheint nur in ἠλύγη u. abgeleiteten vorzukommen.)

Greek (Liddell-Scott)

λύγη: ἡ, σκιόφως, λυκόφως, μνημονεύεται ὑπὸ τῶν Γραμμ. ὡς ῥίζα τῶν λ. ἠλύγη, ἠλυγάζω, ἐπηλυγάζω, ἀλλὰ πιθανῶς οὐδαμοῦ ἐν χρήσει· διότι ἐν Ἀππ. Ἰλλυρ. 25, αὐγὴ εἶναι ἡ ἀληθὴς γραφή. (Δυνατὸν νὰ συγγενεύῃ πρὸς τὸ *λύκη, Λατ. lux, ὡς τὸ Σκωτικὸν gloaming σκιόφως πρὸς τὸ gleam, ὡς τὸ Ἀγγλικὸν looming to πρὸς τὸ Ἀρχ. Σκανδιν. ljóma, Ἀγγλο-Σαξον. leomane· πρβλ. λυκόφως).

Greek Monolingual

λύγη, ἡ (Α)
σκιά, σκιόφως («νυκτὸς ἐμπίπτουσι τοῖς φύλαξιν εὐναζομένοις καὶ κτείνουσιν αὐτοὺς καὶ τῷ Καίσαρι κατέσεισαν ὑπὸ λύγῃ», Αππ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η σύνδεση του τ. με τη λ. ἠλύγη παρουσιάζει δυσκολίες, δεδομένου ότι, εκτός του αρχικού φθόγγου η-, το ἠλύγη έχει το υ βραχύ, ενώ ο τ. λύγη μακρό (πρβλ. ἠλύγη, λυγαῖος)].