υπερπηδώ: Difference between revisions

From LSJ

Δεῖ τοὺς μὲν εἶναι δυστυχεῖς, τοὺς δ' εὐτυχεῖς → Aliis necesse est bene sit, aliis sit male → Die einen trifft das Unglück, andere das Glück

Menander, Monostichoi, 125
m (Text replacement - " τοῡ " to " τοῦ ")
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ὑπερπηδῶ, -άω, ΝΜΑ [[πηδῶ]]<br /><b>1.</b> [[πηδώ]] [[πάνω]] από [[κάτι]], [[ξεπερνώ]] με [[πήδημα]] (α. «υπερπήδησε την τάφρο με [[ευκολία]]» β. «εἴθ' ὑπερεπήδων τοὺς δρυφάκτους [[πανταχῇ]]», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> α) [[εξουδετερώνω]], [[υπερνικώ]] (α. «υπερπήδησε [[πολλά]] εμπόδια» β. «θεοῡ... πληγὴν οὐχ ὑπερεπήδησε [[βροτός]]», <b>Σοφ.</b>)<br />β) [[παραβαίνω]] (α. «υπερπήδησε όλους τους ηθικούς κανόνες για να φτάσει στην [[κορυφή]]» β. «δικαστήρια καὶ [[νόμιμα]] ἐκ παντὸς τοῦ χρόνου παραδεδομένα [[οὕτως]] ἀναιδῶς ὑπερπεπήδηκεν», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> (με αρνητική σημ.) [[παραγκωνίζω]], [[υποσκελίζω]] («έγινε [[διευθυντής]] υπερπηδώντας όλους τους βαθμούς»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[διέρχομαι]] [[πάνω]] από [[κάτι]] με [[μεγάλη]] [[ορμή]] ή [[ταχύτητα]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[υπερτερώ]], [[υπερέχω]] («τὰς ἄλλας ὑπερεπήδησε σωφροσύνῃ», Αιλ.).
|mltxt=ὑπερπηδῶ, -άω, ΝΜΑ [[πηδῶ]]<br /><b>1.</b> [[πηδώ]] [[πάνω]] από [[κάτι]], [[ξεπερνώ]] με [[πήδημα]] (α. «υπερπήδησε την τάφρο με [[ευκολία]]» β. «εἴθ' ὑπερεπήδων τοὺς δρυφάκτους [[πανταχῇ]]», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> α) [[εξουδετερώνω]], [[υπερνικώ]] (α. «υπερπήδησε [[πολλά]] εμπόδια» β. «θεοῦ... πληγὴν οὐχ ὑπερεπήδησε [[βροτός]]», <b>Σοφ.</b>)<br />β) [[παραβαίνω]] (α. «υπερπήδησε όλους τους ηθικούς κανόνες για να φτάσει στην [[κορυφή]]» β. «δικαστήρια καὶ [[νόμιμα]] ἐκ παντὸς τοῦ χρόνου παραδεδομένα [[οὕτως]] ἀναιδῶς ὑπερπεπήδηκεν», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> (με αρνητική σημ.) [[παραγκωνίζω]], [[υποσκελίζω]] («έγινε [[διευθυντής]] υπερπηδώντας όλους τους βαθμούς»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[διέρχομαι]] [[πάνω]] από [[κάτι]] με [[μεγάλη]] [[ορμή]] ή [[ταχύτητα]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[υπερτερώ]], [[υπερέχω]] («τὰς ἄλλας ὑπερεπήδησε σωφροσύνῃ», Αιλ.).
}}
}}

Latest revision as of 20:30, 13 June 2022

Greek Monolingual

ὑπερπηδῶ, -άω, ΝΜΑ πηδῶ
1. πηδώ πάνω από κάτι, ξεπερνώ με πήδημα (α. «υπερπήδησε την τάφρο με ευκολία» β. «εἴθ' ὑπερεπήδων τοὺς δρυφάκτους πανταχῇ», Αριστοφ.)
2. μτφ. α) εξουδετερώνω, υπερνικώ (α. «υπερπήδησε πολλά εμπόδια» β. «θεοῦ... πληγὴν οὐχ ὑπερεπήδησε βροτός», Σοφ.)
β) παραβαίνω (α. «υπερπήδησε όλους τους ηθικούς κανόνες για να φτάσει στην κορυφή» β. «δικαστήρια καὶ νόμιμα ἐκ παντὸς τοῦ χρόνου παραδεδομένα οὕτως ἀναιδῶς ὑπερπεπήδηκεν», Δημοσθ.)
νεοελλ.
μτφ. (με αρνητική σημ.) παραγκωνίζω, υποσκελίζω («έγινε διευθυντής υπερπηδώντας όλους τους βαθμούς»)
αρχ.
1. διέρχομαι πάνω από κάτι με μεγάλη ορμή ή ταχύτητα
2. μτφ. υπερτερώ, υπερέχω («τὰς ἄλλας ὑπερεπήδησε σωφροσύνῃ», Αιλ.).