καταπυκνώνω: Difference between revisions

From LSJ

καὶ κεραμεὺς κεραμεῖ κοτέει καὶ τέκτονι τέκτων, καὶ πτωχὸς πτωχῷ φθονέει καὶ ἀοιδὸς ἀοιδῷ → and potter is ill-disposed to potter, and carpenter to carpenter, and the beggar is envious of the beggar, the singer of the singer

Source
m (Text replacement - "οῡμαι" to "οῦμαι")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM καταπυκνῶ, -όω)<br />[[πυκνώνω]], [[συμπυκνώνω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (με αιτ. ή δοτ.) [[γεμίζω]] [[κάτι]] [[τελείως]] με κάποιο [[πράγμα]]<br /><b>2.</b> [[περιορίζω]] σε μικρή [[περιοχή]], [[συμπτύσσω]], [[συμπιέζω]]<br /><b>3.</b> <b>μουσ.</b> [[συμπληρώνω]] τα διαστήματα μουσικής κλίμακας<br /><b>4.</b> <b>παθ.</b> <i>καταπυκνοῦμαι</i>, -<i>όομαι</i><br />α) [[είμαι]] εντελώς [[γεμάτος]]<br />β) [[γίνομαι]] [[συχνός]]<br />γ) (για είδη συλλογισμού) συμπυκνούμαι<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) (για [[έδαφος]]) «ἐλαίαις καταπυκνῶσθαι» — [[είμαι]] [[πυκνά]] φυτευμένος με ελιές<br />β) «καταπεπυκνῶσθαι πλήθει ἀστέρων» — [[είναι]] γεμάτο, διάσπαρτο με [[πλήθος]] αστέρων, <b>Αριστοτ.</b><br />γ) «καταπεπύκνωται ή [[πραγματεία]]» — έχει γίνει συχνή η [[χρήση]] της, Πορφύρ.<br />δ) «εἰ μὴ καταπυκνοῡταί τι» — εάν δεν [[είναι]] [[πάντοτε]] εύκολο, εφαρμόσιμο<br />ε) «καταπεπυκνωμένη [[ἡδονή]]» — απόλυτη, τέλεια [[ηδονή]].
|mltxt=(AM καταπυκνῶ, -όω)<br />[[πυκνώνω]], [[συμπυκνώνω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (με αιτ. ή δοτ.) [[γεμίζω]] [[κάτι]] [[τελείως]] με κάποιο [[πράγμα]]<br /><b>2.</b> [[περιορίζω]] σε μικρή [[περιοχή]], [[συμπτύσσω]], [[συμπιέζω]]<br /><b>3.</b> <b>μουσ.</b> [[συμπληρώνω]] τα διαστήματα μουσικής κλίμακας<br /><b>4.</b> <b>παθ.</b> <i>καταπυκνοῦμαι</i>, -<i>όομαι</i><br />α) [[είμαι]] εντελώς [[γεμάτος]]<br />β) [[γίνομαι]] [[συχνός]]<br />γ) (για είδη συλλογισμού) συμπυκνούμαι<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) (για [[έδαφος]]) «ἐλαίαις καταπυκνῶσθαι» — [[είμαι]] [[πυκνά]] φυτευμένος με ελιές<br />β) «καταπεπυκνῶσθαι πλήθει ἀστέρων» — [[είναι]] γεμάτο, διάσπαρτο με [[πλήθος]] αστέρων, <b>Αριστοτ.</b><br />γ) «καταπεπύκνωται ή [[πραγματεία]]» — έχει γίνει συχνή η [[χρήση]] της, Πορφύρ.<br />δ) «εἰ μὴ καταπυκνοῦταί τι» — εάν δεν [[είναι]] [[πάντοτε]] εύκολο, εφαρμόσιμο<br />ε) «καταπεπυκνωμένη [[ἡδονή]]» — απόλυτη, τέλεια [[ηδονή]].
}}
}}

Latest revision as of 20:06, 13 June 2022

Greek Monolingual

(AM καταπυκνῶ, -όω)
πυκνώνω, συμπυκνώνω
αρχ.
1. (με αιτ. ή δοτ.) γεμίζω κάτι τελείως με κάποιο πράγμα
2. περιορίζω σε μικρή περιοχή, συμπτύσσω, συμπιέζω
3. μουσ. συμπληρώνω τα διαστήματα μουσικής κλίμακας
4. παθ. καταπυκνοῦμαι, -όομαι
α) είμαι εντελώς γεμάτος
β) γίνομαι συχνός
γ) (για είδη συλλογισμού) συμπυκνούμαι
5. φρ. α) (για έδαφος) «ἐλαίαις καταπυκνῶσθαι» — είμαι πυκνά φυτευμένος με ελιές
β) «καταπεπυκνῶσθαι πλήθει ἀστέρων» — είναι γεμάτο, διάσπαρτο με πλήθος αστέρων, Αριστοτ.
γ) «καταπεπύκνωται ή πραγματεία» — έχει γίνει συχνή η χρήση της, Πορφύρ.
δ) «εἰ μὴ καταπυκνοῦταί τι» — εάν δεν είναι πάντοτε εύκολο, εφαρμόσιμο
ε) «καταπεπυκνωμένη ἡδονή» — απόλυτη, τέλεια ηδονή.